Σάββατο 18 Ιουλίου 2015




Το Λαγούμι του Κάφκα

 Του Αποστόλη Αρτινού

 Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Διαρρύθμισα το κτίσμα και δείχνει πετυχημένο. Απ’ έξω δεν φαίνεται ουσιαστικά παρά μια μεγάλη τρύπα, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν οδηγεί πουθενά, ήδη μετά από λίγα βήματα συναντά κανείς φυσικό, αδιαπέραστο πέτρωμα” Μια παραπλανητική πύλη εισόδου. Αυτό το άνοιγμα που χάσκει εκτεθειμένο, σηματοδοτημένο, δεν είναι παρά η πρώτη απογοήτευση του άλλου στη προσπάθειά του να εισέλθει στη μυστική κρύπτη του ονόματός μου. “Γύρω στα χίλια βήματα πιο κάτω”, θα συνεχίσει ο Κάφκα στο Κτίσμα του, “καλυμμένη από πλέγμα βρύων βρίσκεται η πραγματική είσοδος”. Ένα σημείο κεκαλυμμένο, όπου όμως εκεί και ο φόβος ότι ο καθένας θα μπορεί και να με εντοπίσει. “Σ’ εκείνο το σημείο, με τα σκουρόχρωμα βρύα”, θα πει ωραία ο Κάφκα, “είμαι θνητός”. Εκεί ακριβώς όπου ο άλλος με εντοπίζει και διαβάλλει τη μόνωση μου. Ενώπιον αυτού του άλλου θα είμαι πάντα ένας οριστικά χαμένος. Η πύλη έτσι του Κτίσματος γίνεται και η πύλη της ζωής και του θανάτου μου. Το σημείο όπου αναδύομαι και καταδύομαι. Αναδύομαι στο κόσμο του άλλου και καταδύομαι στο κόσμο μου. Το σημείο που διαφυλάσσει την ασφάλεια και την ακεραιότητα μου, την ίδια την ελευθερία μου, το σημείο της υπαρκτικής μου διακινδύνευσης και διασάλευσης, εκεί ακριβώς όπου συντάσσω όλες τις υπαρκτικές μου συγγένειες με τον έξω κόσμο. Η ησυχία της εσωτερικής μου ζωής θα απειλείται πάντα απ’ αυτά τα γρυλίσματα του άλλου στα σκουρόχρωμα βρύα, απ’ τα νύχια του που σκάβουν το φρέσκο χώμα της εισόδου μου. Το σημείο της, που γίνεται και το πιο απαγορευμένο σημείο του Κτίσματος, όχι μόνον για τους ξένους αλλά και για τον ίδιον τον ένοικο. Μπροστά στον κίνδυνο του εντοπισμού του αποφεύγει να το πλησιάζει. Η ιδέα του απόρθητου της εισόδου, που γίνεται και η ίδια η “έγνοια του κτίσματος”, μια μέριμνα διαρκούς άγχους.

 Όλες οι πύλες στο έργο του Κάφκα είναι πύλες παγίδες. Απ’ αυτές του Πύργου, έως εκείνες του ξενοδοχείου της Αμερικής, όλες τους είναι επιθυμίες εισόδων και εξόδων, τυφλά σημεία των φαντασιακών διαφυγών του. 



Το εσωτερικό του Κτίσματος είναι ένας ολόκληρος, περίκλειστος κόσμος. Ένα εσωτερικό, λαβυρινθώδες ανάγλυφο, από στενούς ή φαρδύτερους διαδρόμους, που καταλήγουν σε μικρές ή μεγαλύτερες πλατείες, απ’ όπου εκκινούν άλλοι διάδρομοι σε πιο μυστικές και ακόμη πιο βαθιές κρύπτες. Χώροι άδειοι, δουλεμένοι με το σώμα, που χρήζουν καθημερινής συντήρησης και επιδιόρθωσης. Υπολογιστικές, καθημερινές χειρονομίες περιτείχισης και περιφρούρησης. Φορτία χώματος που μεταφέρονται από ‘δω και από ‘κει, στη διαμόρφωση βαθύτερων λαγουμιών και νεώτερων παραπλανητικών εξόδων διαφυγής. Μια κρυψώνα με πολλές κρυψώνες, όπου το σώμα και η ψυχή ειρηνεύουν μέσα στην “ικανοποιημένη επιθυμία του πραγματοποιημένου στόχου του σπιτιού”. Χώρος “προστατευμένος απ’ όλες τις μεριές”, που τοπογραφεί την πολυπλοκότητα μιας περισπούδαστης ενότητας, απόλυτα επικεντρωμένης στην απώθηση του άλλου. Όλο το εσωτερικό αυτού του λαγουμιού δεν είναι παρά μια στρατηγική παραπλάνησης, παγίδες γι αυτόν τον εισβολέα, ώστε το ίχνος του ιδιοκτήτη του, σ’ αυτές τις βαθύτερες και μυστικότερες πτυχώσεις του χώρου, να μένει πάντα ανεντόπιστο. Η απώθηση του εισβολέα, και η απομόνωση για μια ήσυχη ζωή, είναι δυο προθέσεις έτσι αλληλένδετες που εγγράφονται και σ’ αυτή την αρχική ιδέα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Μια εσωτερική ζωή που δεν εξαντλείται στη μοναξιά της αλλά στο πιθανό, και απίθανο μαζί, ενδεχόμενο της διασάλευσής της. Όσο βαθύτερα σκάβεις μέσα στη γη τόσο και απειλητικότερα αισθάνεσαι το ανελέητο βλέμμα του άλλου. Ένας σωματοποιημένος χώρος καθολικής εποπτείας: Το ευάλωτο του κτίσματος με έκανε κι εμένα ευάλωτο, οι πληγές του με πονούν σαν να ήταν δικές μου”. Η παραμικρή κίνηση και στο πιο απομακρυσμένο άκρο του γίνεται αμέσως αντιληπτή. Το σφύριγμα του ανέμου από μια δίοδο που άνοιξε ένας πληθυσμός φίλεργων μυρμηγκιών, μια μικρή κατολίσθηση εδάφους, ο θόρυβος που κάνει σε μια στοά ένα σκαθάρι σκάβοντας, διασαλεύουν την ακίνητη ησυχία του χώρου προκαλώντας την ανησυχία στον ιδιοκτήτου και κατασκευαστή του. Ήταν οι στιγμές αυτές όπου το κτίσμα έμοιαζε ευάλωτο στην όποια απειλή. Σε μια κορύφωση άγχους ο ιδιοκτήτης του θα σκεφθεί: “ίσως να βρίσκομαι σε ένα ξένο κτίσμα και ο ιδιοκτήτης του να σκάβει προς το μέρος μου”. Ο ένοικος αφουγκράζεται εδώ τον ίδιο του τον εαυτό. Μεγεθύνει εντός του τα παράσιτα του άλλου. Εξαντλείται απ’ αυτό. Οι βαθύτερες σήραγγες ηχούν τώρα αυτό το παράσιτο ακόμη πιο έντονα. Μια πραγματική καταστροφή. Η μέριμνα της απώθησης μένει πάντα ατελής. “Θα έπρεπε προπάντων να  είχα προνοήσει ώστε μεμονωμένα τμήματα του κτίσματος, και μάλιστα όσο το δυνατόν περισσότερα μεμονωμένα τμήματα, να μπορούσαν σε περίπτωση εισβολής, μέσω αναχωμάτων που θα έπρεπε να είναι πραγματοποιήσιμα εντός ελαχίστου χρόνου, να απομονώνονται από τα λιγότερα προσβεβλημένα τμήματα και μάλιστα να απομονώνονται με τέτοια συσσώρευση χώματος και τόσο αποτελεσματικά, που ο εισβολέας να μην υποψιάζεται καν πως από πίσω βρίσκεται το κυρίως κτίσμα. Και επιπλέον αυτά τα αναχώματα θα έπρεπε να είναι κατάλληλα όχι μόνο για να κρύβουν το κτίσμα αλλά και για να θάψουν τον εισβολέα”. Η αρχιτεκτονική έτσι του Κτίσματος βρίσκεται πάντα σε μια διαρκή διαθεσιμότητα και εξελιξιμότητα, σ’ έναν αγώνα με τα ίδια της τα λάθη. Όλο το υπόσκαφο κουκούλι του οικοδομήματος είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να καταρρεύσει μπροστά στα νύχια του άλλου, στο αναπάντεχο της εισβολής του. Η αμεριμνησία έτσι του εσωτερικού μου βίου περισσότερο διαγράφεται στη σπουδή της μόνωσής μου και στην εργασία της διαμόρφωσής της, παρά στην απόλαυση μιας εξασφαλισμένης ησυχίας. Ο “πραγματοποιημένος στόχος του σπιτιού” είναι στην πραγματικότητα σε μια διαρκή πραγμάτωση και το Κτίσμα, από μια χειροτεχνία μοναξιάς, καταλήγει να γίνει μια μανιακή χειροτεχνία άγχους. Μια μουσούδα, πάντα εκεί έξω, θα οσφραίνεται τα ίχνη μου, τη μυστική μου κρύπτη μέσα στο κόσμο.



Ο Κάφκα είναι αυτό το ζωάκι μέσα στο λαγούμι της γλώσσας του. Το σύμπτωμα μιας ενσωμάτωσης σ’ ένα πεδίο που δρα ανεξέλεγκτο. Ένα πεδίο πέραν του κόσμου αλλά και πέραν της ζωής. Το Κτίσμα-λαγούμι του Κάφκα είναι ο χώρος της λογοτεχνίας του, ένας χώρος όπου ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ως αυτός που εισβάλει και καταργεί τη μοναξιά της γραφής του. Ο άλλος, η οικογένειά του, οι αρραβώνες του, ακόμη κι αυτοί οι φίλοι του, ήταν πάντα για τον Κάφκα μια πραγματική απειλή, μια σπατάλη χρόνου, που τον αποσπούσε από το χρόνο της συγγραφικής του καταβύθισης. Ο Κάφκα μέσα στον κόσμο ήταν “μόνος σαν τον Κάφκα”, όπως θα εκμυστηρευθεί κάπου και ο ίδιος, μια άγονη μοναξιά που τον καθήλωνε στην απραξία της κατάθλιψης του. Μια απραξία που δεν θα μπορέσει να την καταπολεμήσει και με όλες τις ασχολίες του κόσμου: θα αρραβωνιαστεί, θα καταταγεί στρατιώτης, θα μάθει βιολί και ξένες γλώσσες, θα ασχοληθεί με την κηπουρική, και με διάφορες κατασκευαστικές εργασίες. “Όλα αυτά μαζί που ήταν πολύ χειρότερα απ’ το να φύγω κάπου μακρύτερα”, θα σημειώσει στο Ημερολόγιό του τον Ιανουάριο του 1922, αυτό το ταξίδι στην έρημο της Παλαιστίνης, που η αρρώστια όμως θα τον προλάβει και δεν θα το κάνει ποτέ. Όλα τα παραπάνω θα κατονομαστούν από τον Κάφκα ως αποτυχίες. Όπως φαίνεται και στο Ημερολόγιό του, η εξοικονόμηση ενός ελάχιστου χρόνου μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμά του για συγγραφή θα είναι ένα διαρκές και ανυπέρβλητο άγχος αλλά και η μόνη όμως εργασία που θα κατορθώνει να γεμίζει το κενό του κατασπαταλημένου του χρόνου. Ο Κάφκα είναι “ο άνθρωπος με τη μεγάλη σκιά”, ο άνθρωπος που αποφασίζει να ζήσει μέσα στη δι-αφάνεια αυτής της σκιάς, εκεί όπου, προς μεγάλη του έκπληξη, διαπιστώνει ότι ο άλλος δεν αποθαρρύνεται. “Η σκιά μου είναι υπερβολικά μεγάλη, και διαπιστώνω με ανανεωμένη κατάπληξη, το πείσμα μερικών ανθρώπων να θέλουν να ζήσουν, παρ’ όλα αυτά, μέσα σ’ αυτή τη σκιά, ακριβώς μέσα σ’ αυτή”. Αποφασίζει λοιπόν κάποια στιγμή να περιζώσει τη σκιά του, να τη αποσπάσει απ’ τη φασαρία του κόσμου, αναγνωρίζοντάς την ως αυτή την απαγορευμένη ζώνη του έργου του. Μερικές φορές απαγορευμένη ακόμη και γι αυτόν τον ίδιον, όπως ακριβώς είναι απαγορευμένο και το σημείο της εισόδου του Κτίσματος και για τον ιδιοκτήτη του. Ένα απρόσιτο, σκοτεινό είναι-μέσα-στον-κόσμο, που θα γίνει για τον Κάφκα και ο αποκαλυπτικός τόπος της λογοτεχνικής του εμπειρίας. Ένας τόπος μυστικός, και μ’ αυτή την καμπαλιστική έννοια του όρου, και γι αυτό ένας χώρος σε αναμονή, ακυρωμένος μέσα στην αλήθεια του κόσμου. Από εδώ και οι μεταμορφώσεις του Κάφκα. Μορφικές μετεμψυχώσεις μιας ανέστιας συχώρεσης. Η ψυχή που διέρχεται απ’ όλες τις υπόγειες διόδους μέχρι να ανέλθει στο φως της καινούργιας ημέρας. Ψυχικές αναβιώσεις, από έργο σε έργο, αυτού του αβίωτου του κόσμου, μια απόλυτα καφκική, μυστικιστική μαρτυρία της εβραϊκής εξορίας, της εμπειρίας ενός ανέστιου υπάρχειν.

Ο κόσμος που αποδίδει τα πρόσωπα του στις μετωνυμίες μιας ανωνυμίας, μιας ανωνυμίας που έρχεται απ’ Έξω, όχι απ’ το έξω του κόσμου, που παραφυλάει στην είσοδο του Κτίσματος, αλλά απ’ το Έξω του έξω του κόσμου. Ένας ανώνυμος εαυτός που ενοικεί μέσα στο λαγούμι του εαυτού μας και κάνει τον εαυτό μας μια σκιά του εαυτού του. Ένα φάντασμα που απολύει τον κόσμο στην αλήθεια της αδυναμίας του. Αυτή η αντίπερα όχθη του κόσμου όπου οι σκιές είναι και το σύνορο του. Ο Κάφκα είναι έτσι η δική του σκιά, ανήκει σ’ αυτή, σ’ αυτό το σύνορο που τον διαχωρίζει απ’ τον κόσμο, και τον εκτοπίζει στον τόπο της απώλειας του, της οριστικής του απώλειας, που στην περίπτωση του Κάφκα βέβαια έχει αυτό το όνομα της λογοτεχνίας. Στο Ημερολόγιό του θα επιχειρήσει κι άλλες, πιο ακραίες ονοματοδοσίες, θα ενδώσει όμως μόνο σ’ αυτή. Ο Κάφκα ανήκει στις μεταμορφώσεις του. Ακόμη καλύτερα στις ζωοποιήσεις του. Μοριακές διαρρήξεις. Μια εξωκοσμική διάσταση ζωής. Αυτό το ίδιο το ίχνος της εγκατάλειψης. “Τα ζώα του Κάφκα”, θα πουν οι Deleuze, Guattari, “δεν παραπέμπουν ποτέ σε μια μυθολογία, ούτε σε αρχέτυπα, αλλά αντιστοιχούν μόνο σε ξεπερασμένες βαθμίδες, σε απελευθερωμένες ζώνες εντάσεων, όπου τα περιεχόμενα ελευθερώνονται απ’ τις μορφές τους, όπως και οι εκφράσεις από το σημαίνον που προσέδιδε σ’ αυτές συμβατική μορφή. Έχουμε πια μόνο κινήσεις, δονήσεις, κατώφλια μέσα σε μια αποψιλωμένη ύλη”. Αυτά τα άπειρα κατώφλια του Κάφκα απ’ όπου ξεπετάγονται τριχωτές μουσούδες του Πραγματικού, με τη λακανική εδώ έννοια του όρου. Μετατροπές που δεν είναι ποτέ λογοτεχνικές μεταφορές, συμβολισμοί, ή μιμήσεις, αλλά απο-καλυπτικές διαρρήξεις, “εκτοπισμοί”, ζωικές επιστροφές μιας σχιζοειδούς απόφυσης, μια καταγωγική λίμπιντο, που απολύει όλες τις νευρώσεις του υποκειμένου της. Είναι εδώ λοιπόν ο Κάφκα αυτό το ον με τη χνουδωτή μουσούδα και τα δυνατά νύχια. Ανήκει εξ ολοκλήρου στο χώρο και το χρόνο αυτού του όντος. Ανήκει σ’ “Αυτό”. Στην ανωνυμία ενός χρόνου που θα του αποκαλύψει και το ισχυρό πεδίο της λογοτεχνίας. “Ο Τις”, σημειώνει ο Blanchot, “ανήκει σε μια περιοχή την οποία δεν μπορούμε να σύρουμε στο φως, όχι επειδή κρύβει δήθεν κάποιο μυστικό ξένο σε κάθε είδους αποκάλυψη, ούτε καν επειδή είναι ριζικά σκοτεινή, αλλά γιατί κάθε τι που εισχωρεί σ’ αυτήν, ακόμη και το φως, το μετατρέπει σε ανώνυμο και απρόσωπο Είναι, σε μη αληθινό και μη πραγματικό, αλλά που ωστόσο είναι πάντα εκεί”. 



Στο λογοτεχνικό πεδίο η αναυθεντικότητα των αντικειμένων μεταδίδει στον Κάφκα και το αληθινό τους νόημα. Η απόσταση του κόσμου αναγνωρίζεται εδώ ως μια γονιμοποιός απόσταση, ως μια αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του έργου. Ο Κάφκα είναι αυτό που δεν μπορεί να είναι στο γένος των ανθρώπων αλλά αυτό όμως που μπορεί να υπάρχει μέσα στο λαγούμι του έργου του. Η γρηγορούσα συνείδηση μιας απόσυρσης. Μόνο ως πλάνης σ’ αυτό το πέραν του κόσμου ο Κάφκα διασώζει κάποια ίχνη ζωτικότητας. Ένα αγχώδες πάντα ίχνος μιας και το λαγούμι του χρειάζεται τη γρηγορούσα του συνείδηση. Το άγχος του κατασκευαστή του Κτίσματος για την επάρκεια των στοών του είναι αυτό το ίδιο το άγχος του Κάφκα για την τελειότητα των έργων του. Το Κτίσμα έτσι δεν τελειώνει ποτέ, επεκτείνεται διαρκώς σε όλο και πιο βαθιές στοές. Το Έργο επίσης δεν τελειώνει ποτέ, είναι ατέρμονο μέσα στη νύχτα, ένας ασίγαστος ρυθμός που διαπερνά όλα τα πετρώματα, όλα τα κείμενα. Το Κτίσμα είναι αυτή η τρύπα μέσα στη γη, όχι μια κατασκευή, αλλά μια τρύπα, ένα κενό που επεκτείνεται και διασπείρει την κενότητά του. Το ίδιο και το Έργο, που δεν είναι τα έργα, αλλά αυτό που διατρέχει τα έργα, μια ηλεκτρική κένωση που έρχεται απ’ Έξω και αποσυρόμενη τα εγκαταλείπει στη κενότητά τους, όπως ο κατασκευαστής του Κτίσματος όταν εγκαταλείπει το λαγούμι του στη κενότητα της κατασκευής του. Το Κτίσμα υπάρχει στην ικανοποιημένη επιθυμία του κατασκευαστή του και όχι στην εγκαταλελειμμένη του κενότητα. Το λαγούμι του Έργου του Κάφκα είναι γεμάτο από τέτοια απορημένα κουφάρια, μια πλειάδα των ανολοκλήρωτων έργων. “Ο Κάφκα”, θα πει πάλι ο Blanchot, “ίσως εν αγνοία του, ένοιωσε βαθιά μέσα του πως γράφω σημαίνει παραδίδομαι στο ακατάπαυστο, κι από αγωνία, από μια αγωνία που του δημιουργούσε η ανυπομονησία, από φιλότιμη φροντίδα για την απαίτηση του γραψίματος, τις περισσότερες φορές αρνήθηκε στον εαυτό του εκείνο το άλμα που είναι το μόνο που επιτρέπει την αποπεράτωση, εκείνη την ανέμελη κι ευτυχισμένη εμπιστοσύνη με την οποία τίθεται (στιγμιαία) ένα τέρμα στο ατέρμονο”.
Ο Κάφκα εγκαταλείπεται, γίνεται το ζωικό ίχνος αυτής της εγκατάλειψης, η ζωική της διάρκεια, απωθείται, στο κατώτατο στάδιο μιας σωματοποιημένης επιθυμίας που διήλθε όμως προηγουμένως απ’ όλα τα στάδια της αποσωματοποίησής της. Μια αργή, μηχανική μεταμόρφωση, ο τόπος της ανάδυσης μιας μηχανής, η ίδια η μηχανή, η τεχνική της, αλλά κι αυτός μαζί ο διασαλευμένος της ορίζοντας, το ανεικονικό που δι-εγείρει το Πύργο της. Η γλώσσα. Αυτό το αίνιγμα του Πύργου, η απρόσιτη θέση της, η ου-τοπία της, το “αλλιώς είναι” της μέσα στον κόσμο.
 

Πρώτη δημοσίευση: leximata

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου