Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015


H ανανέωση του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος


Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου*

Το ιστορικό μυθιστόρημα, που διεκδίκησε έναν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής ήδη από τον 19ο αιώνα, για να περάσει από το 1950 και μετά σε μια κατάσταση υποστολής και ύπνωσης, θα κάνει λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ος αιώνας μιαν εντυπωσιακή επανεκκίνηση, εξασφαλίζοντας όχι μόνο την αποδοχή της κριτικής, αλλά και σημαντικές κυκλοφοριακές επιτυχίες. Η αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας θα επανέλθει στο κέντρο των σκοπών του, μακριά, όμως, από την ανάγκη στέρεου σχηματισμού και ιδεολογικής θωράκισης της εθνικής συνείδησης. Πρόκειται για μιαν αναζήτηση η οποία θα παρακάμψει την αρχαία και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη βυζαντινή και τη φραγκοκρατούμενη Ελλάδα, για να αντλήσει τα υλικά της κατά μείζονα λόγο από τον 19ο αιώνα: από τον αθηναϊκό και τον πατρινό περίγυρο του νεοελληνικού κράτους, από τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, των παρίστριων ηγεμονιών και της Ρωσίας ή από τις οθωμανικές περιφέρειες της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Κρήτης. 

Δεν θα λείψει και η επέκταση σε νεώτερες ιστορικές φάσεις, όπως ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ή η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Ο περιορισμός του χρόνου αναφοράς στους δύο τελευταίους αιώνες είναι ευνόητος μια και κατά τη διάρκειά τους η Ελλάδα θα αποκτήσει την εθνική της ανεξαρτησία, ζώντας εκ παραλλήλου μεγάλα πολιτικά δεινά (εσωτερικά και εξωτερικά), που δεν θα πάψουν να την ταλανίζουν ώς την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1974.

Οι ανανεωτές του ιστορικού μυθιστορήματος (Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Αλέξης Πανσέληνος, Νίκος Θέμελης) δεν θα επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους, όπως οι παλαιότεροι, στη σχέση των Ελλήνων με μια ξένη και ως εξ ορισμού καταπιεστική και εχθρική δύναμη (πρώτα η οθωμανική αυτοκρατορία και ύστερα το τουρκικό κοσμικό κράτος), αλλά στη συνεχή και εν πολλοίς αναπόφευκτη διαπλοκή τους με τα φυλετικά γνωρίσματα του άλλου – ενός άλλου που σύντομα θα αποδειχθεί η ανάποδη όψη του εαυτού τους. Η προβολή αυτής της φυλετικής πολυφωνίας (το ελληνικό στοιχείο σε οργανική συνύπαρξη και συνάρτηση με τον μουσουλμανικό, τον αραβικό και τον σλαβικό παράγοντα) θα καταστήσει αδιανόητο για τους συγγραφείς τον ρόλο του εθνικού βάρδου.

 Το ελληνικό σύμπαν θα γίνει για το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα ένα πεδίο κατ’ επανάληψη χαμένων στοιχημάτων, που θα προετοιμάσουν μέσα από τους πιο απρόσμενους δρόμους την τεράστια οικονομική, πολιτική, κοινωνική και ηθική κρίση των ημερών μας. Το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα θα λειτουργήσει, όμως, και ως ένας καθρέφτης πολλαπλών πολιτισμικών αντανακλάσεων. Ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε το πρόσωπο του άλλου πέρα από διαχωρισμούς και σύνορα, σαν αναπόσπαστο δικό μας κομμάτι, αλλά και σαν μιαν εντελώς ξέχωρη και διαφορετική, έξω από εμάς και γεμάτη από ανεξερεύνητα στοιχεία εμπειρία: μια εμπειρία όχι μόνο της Ανατολής, που θα πάψει να είναι ο βάρβαρος εχθρός, αλλά και της Δύσης, που θα σταματήσει να εκπροσωπεί τον ευγενή κυρίαρχο και θα μετατραπεί σε οδό για την πρόσβαση στις κατακτήσεις της τέχνης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

Μια άλλη ομάδα μυθιστοριογράφων (Σώτη Τριανταφύλλου, Μάνος Ελευθερίου) θα  χαράξει μια κάπως διαφορετική γραμμή. Τα μεγάλα γεγονότα ή οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής  του τέλους του 19ου και της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ου αιώνα (από τις πολιτικές μεταβολές στην Ευρώπη και στην Αφρική και τον ρόλο των γυναικών σ’ ένα έντονα ανδροκρατικό περιβάλλον ως τις ενδυματολογικές και τις γαστρονομικές συνήθειες της αστικής τάξης σε μιαν Ελλάδα μονίμως στραμμένη προς τη Δύση) θα πλέξουν γύρω από τη μυθοπλασία έναν φαντασμαγορικό χρονότοπο, που θα μετατρέψει την Ιστορία σε ένα είδος παραμυθητικής αφήγησης με στόχο ένα κοινό το οποίο έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να συγκλονίζεται από τη θέρμη της οποιασδήποτε συλλογικής βλέψης ή αυτεπιβεβαίωσης.

Μαζί με την ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος και την εμφάνιση της ιστορικής φαντασμαγορίας, τα χρόνια μετά το 1989 θα φέρουν και κάτι άλλο: την ανάδειξη του τοπικού στοιχείου, με τη δράση να αποκτά κάποτε μιαν αγνωστικιστική ή και μυστικιστική διάσταση, που θα εισαγάγει στον χώρο της Ιστορίας τα σύμβολα της φύσης ή του ιερού. Τα έργα τα οποία κοιτάζουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι λιγότερο ιστορικά μυθιστορήματα και περισσότερο ιστορικές μυθοπλασίες – μικρού βεληνεκούς αφηγήσεις κεντημένες πάνω σε μιαν αραιή ιστορική ύλη, που ακόμα κι όταν γνωρίζει κάποιες πυκνώσεις, δεν εξελίσσεται ποτέ σε κρίσιμη μάζα. Οι συγγραφείς αυτής της κατηγορίας (Βασίλης Γκουρογιάννης, Βασίλης Μπούτος, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Διαμαντής Αξιώτης) δεν επιδιώκουν πλέον να διατρέξουν μεγάλες γεωγραφικές περιοχές και να κινηθούν σε μιαν ευρεία γκάμα τόπων, συλλογικοτήτων και πληθυσμών, αντιπαραθέτοντας στον λόγο των εθνικών ιδεωδών τον λόγο της πολυπολιτισμικότητας ή ξετυλίγοντας μπροστά στα μάτια του αναγνώστη-θεατή ένα χορταστικό ιστορικό θέαμα:

Μετακομίζουν, αντιθέτως, από την αναπεπταμένη, τοιχογραφική επιφάνεια του ιστορικού μυθιστορήματος προς μιαν εντός συνόρων και χαμηλής κυκλοφορίας περιοχή, η οποία αποκαλύπτει έναν ιστορικά μισοφωτισμένο ή και παραγνωρισμένο κόσμο, που πάντως δεν θα εξαντληθεί στην υπενθύμιση του ξεχασμένου εαυτού του, αλλά θα υποδείξει έστω και έμμεσα την επαφή του (κι αυτό είναι που τον κάνει να αποσπά την προσοχή μας) με τον κεντρικό κορμό (τα μείζονα συμβάντα) του ιστορικού του χρόνου. 
Οι ιστοριογράφοι έχουν περιγράψει αυτό το ιστορικό στάτους με μια ποικιλία ονομάτων: τοπική ιστορία, αστική ιστορία, storia patria, storia matria, petite histoire, ministoria, microstoria, μικροϊστορία. Όπως κι αν την ονομάσουμε, η τοπική ιστορία ή μικροϊστορία αποτελεί πάντοτε τη στενή λεωφόρο για το πέρασμα από το μεμονωμένο, το τοπικό και το περιφερειακό προς το καθολικό και το σφαιρικό. Ο χρόνος θα καλύψει τώρα ολόκληρο τον 19ο αιώνα και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου, φτάνοντας μέχρι και λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι τόποι θα είναι από Κέρκυρα και Καβάλα μέχρι Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία.

Περιορισμένο βεληνεκές θα προκρίνει και μια άλλη ομάδα συγγραφέων (Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Πάνος Καρνέζης, Σάκης Σερέφας, Θανάσης Σκρουμπέλος), που θα επιλέξουν ως βασικό σκηνικό τους την καθημερινότητα όχι για να ενοφθαλμίσουν στις κινήσεις της το συλλογικό, όπως το κάνουν το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα και η ιστορική φαντασμαγορία, αλλά για να το θάψουν κάτω από την ακινησία της: μια ακινησία-καταφύγιο για τον τρόμο που προκαλεί το συντριπτικό ιστορικό του μέγεθος. Γυρίζοντας τα νώτα της στο συλλογικό, μια τέτοια καθημερινότητα δεν μπορεί παρά να κλειδαμπαρώσει τους πρωταγωνιστές της στις άτεγκτες νόρμες των βιοτικών τους αναγκών, αφαιμάζοντας την ατομικότητά τους και εξοβελίζοντάς τους στη σφαίρα του ιδιωτικού.

Είναι, παρόλα αυτά, μια καθημερινότητα που θα παραμείνει, όπως και οι τόποι της χαμηλής κυκλοφορίας, σε όλο το μήκος της δέσμια της Ιστορίας μια και θα ήταν αδύνατο να αναπνεύσει έξω από τα όριά της. Εκείνο που θέλει να υποδείξει σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο αυτή η καθημερινότητα είναι η κυριάρχηση της βραχείας από τη μακρά διάρκεια: η υποχώρηση του χρόνου της άμεσης δράσης (ό,τι αλλάζει μέσα από τον ρου των ιστορικών γεγονότων) υπέρ του αργού ιστορικού χρόνου (ό,τι αλλάζει βραδέως και μέσα από πολλαπλές αντιστάσεις). Ο χρόνος εδώ είναι τα μεσοπολεμικά χρόνια και η δεκαετία του 1940 και οι τόποι εκκινούν από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, για να φτάσουν μέχρι την Άμφισσα, τη Φλώρινα, τη Μικρά Ασία και, αίφνης, την Ισπανία του Εμφυλίου.

Υπάρχει, όμως, και ένας χρόνος εκτός του ιστορικού χρόνου. Είναι ο χρόνος του παρόντος, που διαλέγεται κάποτε ευθέως με τον χρόνο του παρελθόντος όχι για να τον προικίσει με μια σύγχρονη ματιά, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει με όλους τους ιστορικούς μυθιστοριογράφους, ανεξαρτήτως του σε ποιο ρεύμα ανήκουν, ούτε για να ιστορικοποιήσει το τώρα, όπως γίνεται με όλους τους συγγραφείς της ιστορικής μεταμυθοπλασίας, αλλά για να οδηγήσει το παρόν και το παρελθόν  σε ένα καθεστώς ισότιμης επικοινωνίας, δημιουργώντας ανάμεσά τους έναν δεσμό ισχυρού αλληλοκατοπτρισμού.

Ποιος, όμως, ακριβώς αντικατοπτρίζεται σε ποιον και γιατί; Οι συγγραφείς που ισομοιράζουν στην αφήγησή τους το παρόν με το παρελθόν, προσέχοντας να μη γείρει ούτε προς τη μια ούτε προς την άλλη μεριά το ζύγι των αναλογιών (Δημήτρης Νόλλας, Τάσος Χατζητάτσης, Σοφία Νικολαϊδου, Ελιάνα Χουρμουζιάδου), θέλουν να πουν περίπου το εξής:ΑΝτο παρελθόν έχασε τη μάχη εξαιτίας των ιστορικών του αδιεξόδων, τότε και το παρόν καταλήγει κάθε τόσο στα δικά του αδιέξοδα, που φέρουν βαρέως την ιστορική τους καταγωγή. Μένοντας στην ιστορική καταγωγή, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και πάλι εν προκειμένω για τα μακρινά προανακρούσματα της σημερινής κρίσης. Η μια εικόνα τροφοδοτεί την άλλη και η συνάντηση των δύο γραμμών θα κλείσει έναν κύκλο ματαιοπονίας και άδοξης επανάληψης: ένας κύκλος που θα ξεκινήσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο (αγγίζοντας και τις δεκαετίες του 1960 και του 1970), για να βάλει απέναντί τους τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, με ένα γεωγραφικό τόξο το οποίο θα καλύψει από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και τη Δυτική Γερμανία.

Όλα αυτά θα μας κατευθύνουν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, στον μεταμοντερνισμό της ιστορικής μεταμυθοπλασίας (Νίκος Μπακόλας, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Έλενα Χουζούρη, Θωμάς Σκάσσης), όπου οι τόποι και οι χρονολογίες θα χάσουν την πρωτεύουσα σημασία τους (ακόμα κι αν η αφήγηση θα επιστρέψει στη Μακεδονία του αρχών του 20ου αιώνα, στον Εμφύλιο της δεκαετίας του 1940 ή στην Κρήτη του Ελευθερίου Βενιζέλου), για να δώσουν τη θέση τους στο διακειμενικό παιχνίδι και να ανακατέψουν τα πιο διαφορετικά είδη: από την αρχαιολογική φαντασία, τη μυθιστορηματική βιογραφία και τη μυθοπλαστική αυτοβιογραφία μέχρι το αστυνομικό μυθιστόρημα,  την ιστορική παρωδία και το ιστοριογραφικό δοκίμιο.

Στέλνοντας την έννοια της ιστορικής αλήθειας στα αζήτητα, η ιστορική μεταμυθοπλασία θα συνδυάσει  το εξωλογοτεχνικό ντοκουμέντο με τη λογοτεχνική αυτοαναφορικότητα, θα ενισχύσει τον παρελθοντικό χρόνο με μιαν εμφανώς τονισμένη παροντική προοπτική και θα αναλάβει να εξηγήσει (αν θα εξηγήσει εντέλει) τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί και επεξεργάζεται ο μυθιστοριογράφος το ερευνητικό υλικό του.
Η ανανέωση του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος αποκτά κάθε τόσο καινούργια χαρακτηριστικά (η περιδιάβαση την οποία επιχείρησα είναι ενδεικτική μόνο των βασικών του τάσεων) και όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν, βεβαίως, για το μέλλον ανοιχτά.

(*) Εισαγωγική ομιλία (με προσθήκες) στην εκδήλωση για το ιστορικό μυθιστόρημα που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής στις 28 Απριλίου 2014
Πρώτη δημοσίευση: Αναγνώστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου