Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015






‘’Όταν έκλαψε ο Νίτσε’’, Ίρβιν Γιάλομ, Εκδόσεις Άγρα

 Για τον Λογοτεχνικό Κύκλο Ηρακλείου

 Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη


O Irvin Yalom (1931) είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας’’Existential Psychotherapy’’. Στον επιστημονικό χώρο είναι ιδιαίτερα γνωστό το κλινικό και ερευνητικό του έργο στην ομαδική ψυχοθεραπεία. Όλα του τα λογοτεχνικά βιβλία – που θεωρούνται εξαιρετικά επιτυχημένα- αποτελούν ιστορίες ανάλογου περιεχομένου. Ο ίδιος τα θεωρεί προέκταση του διδακτικού του έργου, το οποίο όπως λέει, τού παρέχει ανεξάντλητο υλικό αφού βρίθει ιστοριών και διηγήσεων.

Ο Ίρβιν Γιάλομ δηλώνει θαυμαστής των μεγάλων αρχαίων φιλοσόφων και  δη του Επίκουρου, θεωρώντας ότι ο Επίκουρος ήταν ο πρώτος υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής, αφού μπήκε στην διαδικασία να ασχοληθεί, όχι μόνο με το μυστήριο του θανάτου, αλλά και με τον τρόπο που μπορεί να το αντιμετωπίσει ο άνθρωπος εν ζωή. ‘’Μολονότι η σωματική διάσταση του θανάτου μας καταστρέφει, η ιδέα ή άλλως η όψη, η θέαση του θανάτου, μας σώζει.’’, θεωρία που δείχνει να ασπάζεται κ ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Φρήντριχ Νίτσε . Το άγχος του θανάτου είναι ωστόσο , πάντοτε παρόν, αλλά ο συγγραφέας πιστεύει ότι ο άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει δυνάμεις και να συγκροτήσει την συνείδηση του έτσι ώστε να το αντιμετωπίσει.

Το πρώτο μυθιστόρημα λοιπόν του σημαντικού Αμερικανού ψυχαναλυτή και διδάκτορα Ίρβιν Γιάλομ ‘’Όταν έκλαψε ο Νίτσε’’ που σημάδεψε τη λογοτεχνική του πορεία , τοποθετείται με φόντο την εποχή που γεννήθηκε η ψυχανάλυση· Πρόκειται για ένα είδος «ψυχαναλυτικού μυθιστορήματος», που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πρωτοπόρους του είδους. Δεν είναι τυχαία η ροπή του κοινού και η δίψα αρκετών αναγνωστών σε θέματα και βιβλία που αφορούν τις ψυχαναλυτικές μεθόδους, αφού η ψυχανάλυση , παρά τις κατά καιρούς κρίσεις και αμφισβητήσεις της, παραμένει ένα από τα κεντρικά σημεία εξέλιξης της ανθρώπινης νόησης.

Το  συγκεκριμένο  βιβλίο εκδόθηκε το 1992. Στην Ελλάδα έγινε γνωστό σχεδόν μια δεκαετία αργότερα. Έχει μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες και έχει γίνει μπεστ σέλλερ σε πολλές χώρες, ενώ κατάφερε να αποσπάσει το χρυσό μετάλλιο της Κοινοπολιτείας ως το καλύτερο μυθιστόρημα του 1993.

Ο συγγραφέας του, επιχειρώντας να προσεγγίσει και να διαφωτίσει τη σχέση της ψυχοθεραπείας με την υπαρξιακή φιλοσοφία, σε μια κατά μέτωπο αντιμετώπιση των φόβων και αγωνιών του ανθρώπου,
επιστρατεύει σαν κεντρικούς ήρωες δυο υπαρκτά πρόσωπα. Τον Φρήντριχ Νίτσε, έναν από τους κορυφαίους φιλοσόφους του περασμένου αιώνα, και τον Γιόζεφ Μπρόιερ έναν από τους πρόδρομους της ψυχανάλυσης, στήνοντας τον πολύπλοκο ιστό μιας ιστορίας αμφίδρομης ψυχοθεραπείας, ενώ οριοθετεί σαν τόπο δράσης τη μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα, την Βιέννη .

Εκτός από τους βασικούς χαρακτήρες, εμπλέκονται μια σειρά από πρόσωπα που επηρεάζουν σημαντικά την εξέλιξη της πλοκής, όπως ο άγνωστος μέχρι τότε επιστήμονας Σίγκμουντ Φρόιντ, η μυστηριώδης διανοούμενη Λού Σαλομέ και η ασθενής Άννα Ο.

Το μυθιστόρημα εμπλέκει τις θεωρίες ψυχοθεραπείας του Φρόιντ με την φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε με σκοπό να διερευνήσει την επιρροή τους στην σύγχρονη ψυχοθεραπεία. Προχωράει όμως πέρα από την στυγνή παράθεση ιστορικών γεγονότων και με την βοήθεια της μυθοπλασίας καταφέρνει να υπογραμμίσει την αποτελεσματικότητα αυτής της πρακτικής , μέσω της ανθρώπινης σχέσης, που δημιουργείται ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο. Το μυθιστόρημα του Ίρβιν Γιάλομ αρχικά απευθυνόταν σε ένα πολύ συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, στους εκκολαπτόμενους ψυχαναλυτές, όμως κατάφερε να κερδίσει μια πολύ μεγαλύτερη μερίδα αναγνωστών.

Ας δούμε όμως μια συνοπτική περίληψη του βιβλίου: Ο εύπορος γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ, δέχεται μια επιστολή, όπου μια γυναίκα του γράφει σε έντονο ύφος ότι οφείλει να την βοηθήσει. Αφού συναντώνται, η γοητευτική και θυελλώδης γυναίκα, που ονομάζεται Λου Σαλομέ, του ζητά να γιατρέψει έναν φίλο της, καθηγητή φιλοσοφίας, που πάσχει από κατάθλιψη , ενώ παρουσιάζει και τάσεις αυτοκτονίας. Όμως θέτει σαν απαράβατο όρο ότι ο ασθενής δεν θα πρέπει να γνωρίζει τον πραγματικό λόγο αυτών των επισκέψεων, αλλά να θεωρεί πως ακολουθεί την συγκεκριμένη αγωγή του Μπρόιερ, για άλλους λόγους, όπως π.χ. για τις ημικρανίες του. Ο Μπρόιερ μετά από ενστάσεις, δέχεται να αναλάβει τον «περίεργο» ασθενή, υποκύπτοντας στην αδιαμφισβήτητη γοητεία της Σαλομέ. Μετά από λίγο καιρό, δέχεται στο γραφείο του έναν άνθρωπο που στην αρχή δεν δείχνει με τίποτα ότι είναι το σπουδαίο πρόσωπο που του είχε περιγράψει η Λου. Και το όνομά του, «Νίτσε», δεν το έχει ξανακούσει.
 Όμως, από την πρώτη συνάντηση, ο γιατρός υποτάσσεται στο πνεύμα του φιλοσόφου. Μετά τα πρώτα ραντεβού, ο Μπρόιερ τα βράδια που γυρνάει στο σπίτι, κατά την διάρκεια του δείπνου με την οικογένειά του, συζητά με τον νεαρό μαθητευόμενό του, Ζίγκμουντ Φρόυντ την ιδιάζουσα περίπτωση του ασθενούς. Αρκετές φορές μάλιστα ο μαθητής-στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Φρόυντ- καθοδηγεί τον δάσκαλο. Στη συνέχεια ο Μπρόιερ ζητά από τον Νίτσε να κάνουν μια ανταλλαγή: ο  γιατρός θα κουράρει το σώμα του φιλοσόφου και ο φιλόσοφος θα ελευθερώσει το μυαλό του γιατρού από τις αγχώδεις σκέψεις, που τον κατατρύχουν συνεχώς. Αυτή η δυνατή καθημερινή επαφή θα τους οδηγήσει σε μια ανυπέρβλητης αξίας συζήτηση, για το σώμα, το πνεύμα, την ψυχή του ανθρώπου.

Αλλά ας δούμε τι λέει η ιστορία για τον φημισμένο παθολόγο, γνωστό ψυχοθεραπευτή, συνεργάτη του Φρόυντ και εισηγητή της μεθόδου της ύπνωσης, ψυχίατρο Γιόζεφ Μπρόιερ 1842-1925. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον μηχανισμό αυτορρύθμισης της αναπνοής και τον έλεγχο της θέσης του σώματος από τον λαβύρινθο. Για την θεραπεία των νευρώσεων και της υστερίας, ανέπτυξε μια δική του τεχνική, την οποία ονόμασε καθαρτική μέθοδο. Κυρίως εργάστηκε σ’ αυτή με μια νεαρή ασθενή του, με πολλαπλά προβλήματα υστερικής φύσεως, την Μπέρτα Παπενχάιμ, που πέρασε στην ιστορία, ως Άννα Ο. Η μέθοδος του Μπρόιερ συνίστατο στο να ενθαρρύνει και να βοηθά την ασθενή να αφεθεί κ να εκφράζει ελεύθερα
τις όποιες σκέψεις ερχόταν στο νου της, αβίαστα χωρίς καμία επεξεργασία. Με τον τρόπο αυτό έβγαιναν όλα, όπως καθαρίζονται οι καμινάδες , εξ ου κ ‘’καθαρτική μέθοδος’’. Έβγαινε δηλ το ανέκφραστο λεκτικό υλικό από μια περιοχή , που ο Φρόυντ ονόμασε ασυνείδητο.

Προκαλούνταν έτσι η έκφραση αισθημάτων που είχαν επηρεάσει τη δια μόρφωση του ανθρώπου κ τα οποία είχαν πιεστεί σε περιοχή , που δεν ήταν προσιτά στη συνείδηση. Ο Φρόυντ συνεργάστηκε με τον Μπρόιερ στην ανάπτυξη της τεχνικής με αποτέλεσμα το 1895 να εκδώσουν από κοινού το βιβλίο’’ Μελέτες για την υστερία’’, ένα πόνημα που εγκαινίασε την ψυχαναλυτική επανάσταση,
στο οποίο εκθέτουν λεπτομερώς την τεχνική, τα δεδομένα, τις σκέψεις κ τα συμπεράσματά τους. Όμως τον ίδιο χρόνο η συνεργασία τους σταμάτησε, καθώς ο Μπρόιερ διαφώνησε με τον Φρόυντ για τη σεξουαλική αιτιολογία των νευρώσεων.

Και λίγα λόγια για το Νίτσε. Ο Φρειδερίκος Βίλχελμ Νίτσε  (15 Οκτωβρίου 1844 - 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στην θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, την φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση προς την χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον "θάνατο του Θεού", την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και την θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία. Καταγόταν από βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας. Ωστόσο, η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στον χώρο της φιλοσοφίας. Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.



Επανερχόμαστε στο βιβλίο: Η πρώτη δυνατή εντύπωση προέρχεται από τον τίτλο, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε»: η φράση προετοιμάζει τον αναγνώστη για την επικείμενη «σύγκρουση» συναισθήματος και Λόγου. Και όντως, με πολύ έντεχνο τρόπο παρακολουθούμε τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές συνιστώσες της προσωπικότητας μέσα από το συσχετισμό δυο έντονα δυναμικών προσώπων: του Μπρόιερ με το Νίτσε. Τα δυο πρόσωπα, όπως σπεύδει να ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας, δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα «παιχνίδι», ένα πνευματικό πείραμα, με όλη τη γοητεία και το ρίσκο που κρύβουν αυτού του είδους τα παιχνίδια. Κατά τ’ άλλα, τα βασικότερα γεγονότα της ζωής τους, όπως αποδίδονται στο βιβλίο, είναι πραγματικά, όπως και τα πρόσωπα που τα περιστοιχίζουν: η ασθενής του Μπρόιερ Άννα Ο, από την οποία έλκεται σεξουαλικά ο Μπρόιερ κ την φαντασιώνεται συνεχώς,   η Λού Σαλομέ (η μοιραία αδίστακτη γυναίκα που αναστατώνει τη μοναξιά του Νίτσε κ την οποία ο φιλόσοφος ερωτεύεται-η αιώνια αγαπημένη- με καταστροφικά γι αυτόν αποτελέσματα), ο Πώλ Ρε με τον οποίο ο Νίτσε και η Σαλομέ συνιστούν ένα ιδιόμορφο τρίγωνο, όπως και η παράξενη και καταπιεστική αδελφή του Νίτσε.

Οι περισσότερες επιστολές που παρατίθενται στο βιβλίο είναι πραγματικές, όπως φυσικά και τ’ αποσπάσματα του φιλόσοφου. Ο συγγραφέας έχει την εντιμότητα να ξεκαθαρίσει λεπτομερώς ποια είναι τα πραγματικά στοιχεία, βάσει των οποίων θεμελίωσε τη μυθοπλασία του. Γιατί φυσικά οι διάλογοι και ο συσχετισμός των δυο ηρώων, δηλαδή η βασική πλοκή, ανήκουν στο χώρο της μυθιστορηματικής φαντασίας,  καθώς και η ουσία, δηλαδή η «συνάντηση» της φιλοσοφίας του Νίτσε με τη γέννηση της ψυχοθεραπείας, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι πνευματικό. Ωστόσο πολύ «αληθινό», εφόσον υπάρχουν βαθιά κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο πνευματικές προσωπικότητες.

Η δεύτερη δυνατή εντύπωση προέρχεται από την ανάγνωση ήδη των πρώτων σελίδων. Ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από τον τρόπο με τον οποίο ταυτίζεται με τα πρόσωπα (συγκεκριμένα με τον Μπρόιερ, που δίνει τη βασική «οπτική γωνία»). Νιώθει ο ίδιος αρχικά περιέργεια, και στη συνέχεια αγωνία σχετικά με την υγεία του Νίτσε. Γιατί αυτός είναι ο αντικειμενικός σκοπός της συνάντησης του Μπρόιερ με τον Νίτσε: η θεραπεία δηλαδή των προβλημάτων υγείας που εμφανίζει ο Νίτσε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του (σοβαρές ημικρανίες, ανορεξία, γαστρικές διαταραχές κ.α., που θα τον οδηγήσουν στη βαριά άνοια της γενικής παράλυσης από την οποία έπασχε την τελευταία ενδεκαετία με αποτέλεσμα  να οδηγηθεί στα 56 του χρόνια στο θάνατο).

Ο συγγραφέας όμως δεν βάζει τον περήφανο Νίτσε να ζητήσει ο ίδιος ιατρική βοήθεια: αυτό αποτελεί αίτημα της Λού Σαλομέ, κρυφά από τον Νίτσε, ούσα ενήμερη για τις θεαματικές και επιτυχημένες –μέσω ύπνωσης- θεραπείες του Μπρόιερ. Τον θερμοπαρακαλεί λοιπόν να σώσει το φιλόσοφο. Το έργο του Μπρόιερ είναι πολύ δύσκολο, δεδομένης της …ξεροκεφαλιάς του Νίτσε, όμως δεν μπορεί να κάνει πίσω, αφού γοητεύεται από την θρασύτατη, παράτολμη και χειραφετημένη Λου. Άλλο λοιπόν δε μένει , παρά να αφοσιωθεί στην αποστολή του με ζήλο.

Οι αντιστάσεις του Νίτσε

Ο Νίτσε δέχεται τελικά να κάνει μια πρώτη επίσκεψη ως ασθενής στον Μπρόιερ. Η συνάντηση των δυο μεγάλων μορφών του 19ου αιώνα, έστω και φανταστική, προκαλεί το πνεύμα. Αλλά οι αντιστάσεις του Νίτσε είναι απίστευτες και η εξυπνάδα του εφευρίσκει τρόπους να αρνηθεί τη θεραπεία. Στην επισήμανση του Μπρόιερ ότι η ευεξία του σώματος δεν διαχωρίζεται από την κοινωνική και ψυχολογική ευεξία, ο Νίτσε περιγράφει με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια τα σωματικά συμπτώματά του (117 μέρες το χρόνο βρίσκεται σε πλήρη αναπηρία και σχεδόν 200 σε μερική ανικανότητα!), αποφεύγοντας όμως προσεκτικά να μιλήσει για τη μελαγχολία, την απόγνωσή του, τα ψυχικά γεγονότα. Ο Μπρόιερ ακολουθεί διάφορες στρατηγικές για να αναγκάσει τον Νίτσε να ανοιχτεί, αλλά το μόνο που καταφέρνει να του αποσπάσει είναι το ότι έχει δείξει υπερβολική εμπιστοσύνη στους ανθρώπους κι ότι έχει προδοθεί τρεις φορές. Κάθε του άνοιγμα όμως σηματοδοτεί νέα απομάκρυνση . Αυτό σημαίνει ότι ο Νίτσε θα ερμηνεύσει οποιαδήποτε έκφραση θετικών συναισθημάτων ως απόπειρα επιβολής εξουσίας. Έτσι γίνεται σχεδόν αδύνατο να τον πλησιάσεις.

Ν. ‘’Νιώθουμε μίσος προς αυτούς που βλέπουν τα μυστικά μας και μας συλλαμβάνουν να έχουμε τρυφερά αισθήματα. Αυτό που χρειαζόμαστε εκείνη τη στιγμή δεν είναι συμπόνια, αλλά να ξανακερδίσουμε την εξουσία πάνω στα ίδια μας τα συναισθήματα’’.

Αυτό το παιχνίδι εξουσίας που βρίσκεται εξ ορισμού πίσω από τον γιατρό και τον ασθενή, φαίνεται να τρομάζει το Νίτσε.

Ο Μπρόιερ, μπορεί να υποθέσει από τα λεγόμενα της Λου ότι υπήρχε μια έντονη και προδοτική σχέση με τη Λου και τον Πωλ Ρε. Δε μπορεί όμως να αποκαλύψει τη συνάντησή του με τη Λου και να δημιουργήσει άλλη μια σχέση προδοσίας (υπενθυμίζω πως ο Νίτσε δε γνωρίζει για την επαφή Λου Σαλομέ και Μπρόιερ). Ο Νίτσε από την άλλη, βρίσκει έξυπνους τρόπους να υπερασπιστεί την απόγνωσή του. Είναι ένας ασθενής που δηλώνει ότι έχει ανάγκη την ασθένειά του, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι πολλές φορές «επιλέγουμε την ασθένειά μας»:
(σελ. 147:
Ν. -Αν έχω όφελος απ’ αυτήν την αθλιότητα; Εσείς λέτε ότι οι κρίσεις προκαλούνται από την ψυχική πίεση, αλλά καμιά φορά ισχύει το αντίθετο- οι κρίσεις διώχνουν την πίεση. Η δουλειά μού προκαλεί μεγάλη ψυχική επιβάρυνση. Απαιτεί να έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης, και η κρίση της ημικρανίας, όσο φρικτή κι αν είναι, μπορεί να είναι ένας καθαρτικός σπασμός, που μου επιτρέπει να συνεχίσω.
(…)Έχω όφελος από τη κακή μου όραση. Εδώ και χρόνια δε μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις άλλων διανοητών. Γράφω με αίμα, κι η καλύτερη αλήθεια είναι η αιματηρή αλήθεια!

Ο Νίτσε αφήνει άφωνο  τον Μπρόιερ απαριθμώντας κι άλλες ωφέλειες από την αρρώστια του (ότι αναγκάστηκε π.χ. να εγκαταλείψει τη άχαρη πανεπιστημιακή καριέρα, ότι απαλλάχτηκε από το στρατό, όπου σκεφτόταν κάποτε να σταδιοδρομήσει, ότι απαλλάχτηκε ακόμα και από το σεξουαλικό πόθο, ο ίδιος θεωρεί το σεξ ‘’αγελαία απόλαυση’’), καταλήγοντας στο συγκλονιστικό:

Ν. Η αρρώστια μου μ’ έφερε επίσης πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα του θανάτου. Το φάσμα του επερχόμενου θανάτου ήταν μεγάλο κέρδος: δούλευα χωρίς ανάπαυση γιατί φοβόμουν ότι θα πέθαινα πριν τελειώσω αυτά που πρέπει να γράψω. Η γεύση του θανάτου στο στόμα μου μού έδινε προοπτική και θάρρος. Το θάρρος να είμαι ο εαυτός μου, αυτό είναι το σημαντικό.
(…) Θα έπρεπε να ευλογώ την αρρώστια μου, να την ευλογώ πραγματικά. (…) Θυμάστε την Τετάρτη, τη γρανιτένια μου πρόταση: «Γίνε αυτός που είσαι;» σήμερα θα σας πω τη δεύτερη γρανιτένια μου πρόταση: «Ό, τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Γι’ αυτό, το ξαναλέω, «Η αρρώστια μου είναι ευλογία».

Οι γρίφοι που βάζει ως εμπόδιο ο Νίτσε στον Μπρόιερ προκαλούν το πνεύμα του τελευταίου:
 
Πάθος για την αλήθεια


Παρόλη την πανοπλία με την οποία έχει θωρακίσει τον εαυτό του ο φιλόσοφος και την απροθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία- κι ακόμα περισσότερο να μιλήσει για τις ψυχικές του πιέσεις- το πάθος του Νίτσε για την αλήθεια (η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία) τον οδηγεί να απευθύνει με αξιοθαύμαστο κουράγιο τρία «αιχμηρά» ερωτήματα στον Μπρόιερ:
Ν. Το πρώτο είναι: θα τυφλωθώ; Το δεύτερο: θα έχω αυτές τις κρίσεις για πάντα; Και τέλος η πιο δύσκολη ερώτηση: μήπως έχω μια προοδευτική πάθηση του εγκεφάλου, απ’ την οποία θα πεθάνω νέος, όπως ο πατέρας μου, και που θα με οδηγήσει στην παράλυση, ή ακόμα χειρότερα, στην τρέλα ή την άνοια;

Ο Μπρόιερ σέβεται την ανάγκη για γνώση της αλήθειας του Νίτσε και του απαντά με ειλικρίνεια. Ακολουθεί ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος για τη λεπτή θέση του γιατρού απέναντι στη σκληρή αλήθεια που επιφυλάσσεται απέναντι σε κάποιους ασθενείς και το δικαίωμα να γνωρίζουν ή να μη γνωρίζουν τον επικείμενο θάνατό τους. Απ’ αυτόν το διάλογο αντιγράφω τα πιο καίρια σημεία:
· (Μ) Υπάρχουν ασθενείς και καταστάσεις όπου ο καλός γιατρός οφείλει, για χάρη του ασθενούς, να αποκρύψει την αλήθεια.

· (Ν) Αλλά ποιος έχει το δικαίωμα να πάρει αυτήν την απόφαση για τον άλλον; Αυτή η στάση το μόνο που πετυχαίνει είναι να παραβιάζει την αυτονομία του ασθενούς.

Μ. Μερικές φορές έχω άχαρο καθήκον, να παραμείνω σιωπηλός και να υποφέρω εγώ για τον ασθενή και για την οικογένειά του.

Ν· Μα γιατρέ, αυτό το καθήκον καταργεί ένα πιο ουσιαστικό καθήκον: το καθήκον που έχει κάθε άνθρωπος προς τον εαυτό του να ανακαλύψει την αλήθεια ( «Πόση αλήθεια μπορώ να αντέξω;)

Μ· Είναι καθήκον μου άραγε να επιβάλω στους άλλους μια αλήθεια που δεν επιθυμούν να γνωρίζουν;

Ν· Ποιος μπορεί να καθορίσει τι δεν επιθυμεί ο άλλος να γνωρίσει;

Μ· Πρέπει να γίνω εγώ σκληρός και να του πω όσα δε θέλει να ξέρει;

Ν· Μερικές φορές ο δάσκαλος πρέπει να είναι σκληρός. Οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν σκληρά μηνύματα, γιατί η ζωή είναι σκληρή κι ο θάνατος είναι σκληρός.

Μ.· Και πρέπει να στερήσω εγώ απ’ τους ανθρώπους τη δυνατότητα να επιλέξουν πώς θέλουν ν’ αντιμετωπίσουν το θάνατό τους; Ποιος μου δίνει το δικαίωμα, ποιος μου δίνει την εξουσία να παίξω αυτόν το ρόλο; Λέτε ότι ο δάσκαλος πρέπει να είναι σκληρός. Ίσως. Αλλά ο σκοπός του γιατρού είναι να μειώσει το άγχος και να ενισχύσει την ικανότητα του σώματος να γίνει καλά. (…)Όταν έφευγα το πρωί, ο άρρωστός μου μού είπε: «Αφήνομαι στα χέρια του θεού». Ποιος μπορεί να τολμήσει να μου πει ότι δεν είναι κι αυτό μια μορφή αλήθειας;

Ν· Στην αλήθεια φτάνει κανείς μέσα από τη δυσπιστία και τον σκεπτικισμό, όχι μέσα από μια παιδική ευχή να ήταν τα πράγματα κάπως! Η ευχή του ασθενούς σας ν’ αφεθεί στα χέρια του θεού δεν είναι μια αλήθεια. Είναι απλώς η ευχή ενός παιδιού- και τίποτα παραπάνω!

Μ. Γιατί τόσο πάθος, τόση ευλάβεια για την αλήθεια; Πώς θα βοηθήσει η αλήθεια τον άρρωστό μου;

Ν.· Δεν είναι η αλήθεια ιερή, ιερή είναι η αναζήτηση της αλήθειας του καθενός μας! μπορεί να υπάρχει πιο ιερή πράξη από την αυτοαναζήτηση; Μια από τις πάγιες φράσεις μου είναι: «Γίνε αυτός που είσαι». Και πώς μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει ποιος είναι και τι είναι χωρίς την αλήθεια;

Μ· Η αλήθεια του αρρώστου μου όμως είναι ότι έχει πολύ λίγο χρόνο ζωής μπροστά του. Πρέπει να του προσφέρω εγώ αυτή την αυτογνωσία;

Ν· Η αληθινή εκλογή, η πλήρης επιλογή μόνο κάτω απ’ τον ήλιο της αλήθειας μπορεί ν’ ανθίσει. Πώς αλλιώς μπορεί να γίνει; Αν δε γνωρίζει πως πεθαίνει, τότε πώς μπορεί ο ασθενής σας ν’ αποφασίσει πώς να πεθάνει;

Μ· Πώς να πεθάνει, καθηγητά Νίτσε;

Ν· Ναι, πρέπει ν’ αποφασίσει πώς θ’ αντιμετωπίσει το θάνατο: να μιλήσει σε άλλους, να δώσει συμβουλές, να πει τα πράγματα που φύλαγε για να τα πει πριν το θάνατό του, να αποχαιρετήσει τους άλλους, ή να μείνει μόνος, να κλάψει, να περιφρονήσει το θάνατο, να τον καταραστεί, να του πει ευχαριστώ.

Ο Μπρόιερ είχε αντικρούσει σε όλες το Νίτσε. Στα ψέματα όμως: βαθιά μέσα του ήξερε ότι ο Νίτσε είχε δίκιο.
Έτσι κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μη χαθεί η επαφή. Όταν ο Νίτσε προβάλλει οικονομικές δυσκολίες, προσφέρει δωρεάν θεραπεία όμως ο Νίτσε αρνείται και αποδεικνύει ότι είναι σκληρό καρύδι:
Ν. -Επιτρέψτε μου να σας θέσω μια ευθεία ερώτηση, δόκτωρ Μπρόιερ. Ποιο είναι το δικό σας κίνητρο στο θεραπευτικό αυτό εγχείρημα;
Ο διάλογος που ακολουθεί απελπίζει τον Μπρόιερ. Φτάνει στο σημείο να παραδεχτεί ότι ο Νίτσε είναι ανυπόφορος και φυσικά αυτή η συμπεριφορά διώχνει το Νίτσε. Ώσπου μετά από κάποιες μέρες γίνεται κάτι απρόοπτο: μια πολύ ισχυρή κρίση της ασθένειας του Νίτσε (αμφοτερόπλευρη σπαστική ημικρανία) φέρνει τον Μπρόιερ στο προσκέφαλό του. Μετά από ώρες αναισθησίας, μέσα στα ουρλιαχτά και τα βογκητά …τα χείλη του Νίτσε κινούνταν μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Τώρα μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια, αν και στην αρχή δεν πίστευε στα αυτιά του. Ο Νίτσε έλεγε: «Βοήθα με, βόηθα με, βόηθα με, βόηθα με!». Παρόλο όμως που το περιστατικό τους ξανάφερε κοντά, πάλι ο Νίτσε αρνείται σθεναρά τη θεραπεία που του προσφέρει δελεαστικά ο Μπρόιερ.

Αντιστροφή ρόλων

Μ.
Πρέπει να τον πείσω ότι με βοηθάει-
ενώ εγώ, αργά και ανεπαίσθητα, θα ανταλλάσσω ρόλο μαζί του,
ώσπου να γίνει αυτός ο ασθενής
Κι εγώ να ξαναγίνω ο γιατρός

Η ανταλλαγή που προτείνει ο Μπρόιερ είναι να λειτουργεί ο ίδιος ως γιατρός για τα σωματικά συμπτώματα του Νίτσε, ενώ παράλληλα ο Νίτσε θα λειτουργήσει ως γιατρός για την ψυχή, για το πνεύμα του Μπρόιερ. Ξεγυμνώνοντας τον εαυτό του, ο Μπρόιερ ελπίζει ότι θα ενθαρρύνει τον Νίτσε να προβεί σε προσωπικές εξομολογήσεις, πεισμένος ότι το «ξεφόρτωμα» ή, αλλιώς, το «καθάρισμα της καμινάδας» θεραπεύει την ψυχική ασθένεια. Ο Νίτσε φυσικά αιφνιδιάζεται αλλά εδώ οι αντιστάσεις του είναι μηδαμινές
Ν. ε μπορώ να θεραπεύσω την απόγνωση, δρ Μπρόιερ. Η απόγνωση είναι το αντίτιμο που πληρώνει κανείς για την αυτοσυνείδηση).

Σύντομα ωστόσο ο Νίτσε παίρνει σοβαρά το ρόλο του και προετοιμάζει ερωτήματα και στρατηγικές για να μάθει τον Μπρόιερ να αντιμετωπίζει την απόγνωση. Καταρτίζουν μαζί έναν κατάλογο από τα προβλήματα του Μπρόιερ (ιδέα που δεν αρέσει στον τελευταίο): γενικευμένη έλλειψη χαράς, κατακλυσμός από αλλότριες σκέψεις, απέχθεια για τον εαυτό, φόβος των γηρατειών, φόβος θανάτου, τάση προς αυτοκτονία. Η προσέγγιση είναι λογική αρχικά, ο Νίτσε θεωρεί θεμελιώδες το πρόβλημα φόβου του θανάτου, δευτερογενές την εισβολή ακατανόητων σκέψεων κλπ.
Σιγά σιγά ο Μπρόιερ ελευθερώνει τις κρυφές σκέψεις (όπως το ν’ αποδράσει από τη σύμβαση της οικογενειακής ζωής) καθώς και τις απόκρυφες επιθυμίες του (να εγκαταλείψει την οικογένεια και να φύγει με την Άννα Ο.) στο Νίτσε, ο οποίος τις αντιμετωπίζει σα δευτερογενή προβλήματα. Τον προτρέπει να σκεφτεί το παρακάτω ερώτημα: «αν δεν κάνατε αυτές τις αλλότριες σκέψεις τι θα σκεφτόσασταν;», για να καταλήξουν, μετά από θυελλώδεις διαλόγους στο ότι η ύπαρξή του αναλωνόταν σε ασημαντότητες, ότι οι μεγάλες λεωφόροι του μυαλού του, που ήταν φτιαγμένες για ευγενείς ιδέες, έκλεισαν από τα σκουπίδια. Η αμφίδρομη σχέση των δυο ηρώων αλληλοσυμπληρώνει τη σκέψη τους. Ο Νίτσε σκέφτεται ότι ίσως δεν έχει σημασία η καταγωγή των συμπτωμάτων αλλά το νόημά τους.

Κάθαρση


Ν. Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!
Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθαίνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει τη σωστή στιγμή, τότε δε μπορεί να πεθάνει τη σωστή στιγμή.
Ακόμα, Γιόζεφ, αποφεύγεις την ερώτησή μου. Έζησες τη ζωή σου; Ή σε έζησε εκείνη;\την επέλεξες; Ή σε επέλεξε εκείνη; Την αγάπησες; Ή μετάνιωσες γι’ αυτήν; Την κατανάλωσες; Μήπως στέκεσαι εκεί πέρα αβοήθητος πενθώντας τη ζωή που ποτέ δεν έζησες;

Αυτή η –τελευταία πριν την «κάθαρση»- συνάντηση αποκάλυψε τόσες εντάσεις, που κι ο ίδιος ο Νίτσε αναρωτιέται μήπως έδωσε στον Μπρόιερ πιο δυνατή σκέψη απ’ ό, τι άντεχε. Η αιώνια επανάληψη είναι πανίσχυρο σφυρί. Τσακίζει αυτούς που δεν είναι έτοιμοι γι’ αυτό.

Είναι η κορύφωση της πνευματικής συμπόρευσης των δύο ηρώων. «Ασθενής» είναι πλέον ο Μπρόιερ ο οποίος, έχει πια βάλει στην άκρη το ρόλο του ως γιατρού, και ακολουθώντας τις υποδείξεις του Νίτσε αποτολμά μια κατάδυση στον εαυτό του, στις εμμονές, τα πάθη και τις αδυναμίες του, μ’ έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο.  Ο αναγνώστης βιώνει μια τεράστια έκπληξη αρκετών σελίδων για να παρακολουθήσει, μετά από δυο μέρες τον  Μπρόιερ να επισκέπτεται, λυτρωμένος πια, το Νίτσε ανακοινώνοντας ότι έχει συνέλθει εντελώς.
Ο Νίτσε με τη σειρά του εκπλήσσεται και ζητά επίμονα το μηχανισμό με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτό. Μέσα του πνίγονται τα δικά του πάθη που δεν είχε την τόλμη να φανερώσει, κι αντίστοιχα, θαυμάζει τον Μπρόιερ. Η απογύμνωση του τελευταίου βοηθά στο να εκθέσει κι ο Νίτσε τις δικές του προσωπικές εμμονές, αλλά αυτό που σπάει τελείως τη συναισθηματική πανοπλία του είναι η αποκάλυψη- επιτέλους- του Μπρόιερ ότι η συνάντησή τους ήταν προσχεδιασμένη. Ότι γνωρίζει τη Λου, ότι έχει διαβάσει τις επιστολές του. Ένταση, οργή, απόγνωση διαδέχονται η μια την άλλη. Μιλούν μετατρέποντας το συναίσθημα σε λόγο, μιλούν για την ανάγκη της εμμονής σε μια γυναίκα-ιδέα, για τις ιδιωτικές σημασίες που έχουν προσάψει στα πρόσωπα. Ανακαλύπτουν μαζί ότι όσο τους «χρησιμοποίησαν» οι άλλοι, άλλο τόσο τους «χρησιμοποίησαν» και αυτοί οι ίδιοι. Και όλοι είναι ανίκανοι να δουν την αλήθεια του άλλου.

Ν. Είναι παράξενο, αλλά ακριβώς τη στιγμή που, για πρώτη φορά στη  ζωή μου, αποκαλύπτω τη μοναξιά μου σε όλο της το βάθος, σε όλη της την απόγνωση- την ίδια ακριβώς στιγμή, η μοναξιά διαλύεται! Τη στιγμή που σου είπα ότι ποτέ δε μ’ έχουν αγγίξει, ήταν η πρώτη στιγμή που επέτρεπα στον εαυτό μου να τον αγγίξουν. Τη μια εκπληκτική στιγμή, σαν κάποιο γιγάντιο εσωτερικό παγόβουνο να ράγισε ξαφνικά και να’ γινε κομμάτια.

Ήταν τότε που έκλαψε ο Νίτσε…
---------------------------------------------------------------------------------------
Ουσιαστικά ο Γιάλομ μέσα απ’ αυτό το βιβλίο, αλλά και στα επόμενα του που θα ακολουθήσουν, μας προτείνει διάφορες μεθόδους, με τις οποίες μπορούμε να διαχειριστούμε τον τρόμο της θνητότητας, όπως π.χ. μέσα από την ουσιαστική ανθρώπινη επαφή και την αναζήτηση της πληρότητας και της αυτοπραγμάτωσης. Δια μέσου της φιλοσοφίας ενός μύθου που ξεπερνά τον αιώνα του και προχωρεί πολύ πιο μπροστά-ο Νίτσε προφητεύει ότι δεν έγραψε ότι έγραψε για την εποχή του, αλλά για τις μελλοντικές καταστάσεις-ερχόμαστε σ’ επαφή με τον ίδιο τον υπεράνθρωπο, που ο ίδιος ο Νίτσε έπλασε και ο Γιάλομ , πολύ έξυπνα προσωποποιεί. ‘’Ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε, είναι ο τύπος εκείνος του ανθρώπου που αρνείται την καθολικότητα, την αντικειμενικότητα, την ολότητα και την γενική παραδοχή. Πρόκειται για τον τύπο εκείνου του ανθρώπου, που κατασκευάζει με τα ίδια του τα χέρια την ιστορική πορεία του και τη μυθική μοίρα του’’, σύμφωνα  με τον Ζώρζ Μπατάιγ. ’’Στην κατασκευή του Υπερανθρώπου συμμετέχουν θετικές και αρνητικές δυνάμεις, τάσεις που οδηγούν στη δημιουργία και τάσεις που οδηγούν στην καταστροφή’’ συμπληρώνει ο Γάλλος σύγχρονος φιλόσοφος Ζίλ Ντελύζ.

Πρόκειται για ένα βιβλίο πνευματώδες, όπου ο συγγραφέας μέσα από την κατάθεση εμπειριών δικών του ως ψυχιάτρου με τους ασθενείς του -περιστατικά πραγματικά  τα οποία εντάσσει ως μυθοπλασία-παράλληλα με την βαθύτατη φιλοσοφία και την τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, που κατατίθεται φυσικά και προσλαμβάνεται εύκολα και σε συνδυασμό με την ανθρώπινη υπόσταση και τις αδυναμίες και των δυο-θεραπευτή και θεραπευόμενου- μια πανέξυπνη αντιστροφή ρόλων, ένα υψηλών προδιαγραφών , λογοτεχνικό τέχνασμα- μας βοηθά να έλθουμε σ’ επαφή με το νόημα της ύπαρξής μας, κινητοποιώντας μας να αναζητήσουμε μια πιο ουσιαστική ζωή αναζητώντας την αλήθεια των πραγμάτων, περιβαλλόμενοι ωστόσο από δικούς μας ανθρώπους και φίλους, νικώντας έτσι στην επίγεια ζωή τον ίδιο το θάνατο.
Η ουσία της ζωής όμως αφήνει πάντα τον υπαινιγμό της πιθανής στροφής στο μηδέν, από όπου ξεκίνησε η αναζήτησή της.

Η πάλη που γίνεται μέσα μας, σε ασυνείδητο επίπεδο, μέσα από τα λόγια του συγγραφέα, περνάει στο συνειδητό της είδωλο. Κι ο αναγνώστης εκπλήσσεται όταν διαπιστώνει πόσο οικείες καταστάσεις, που δεν είχε καταφέρει να συνειδητοποιήσει, εμφανίζονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Καταιγισμός από μεγάλα νοήματα, ιδέες, αφορισμοί  και αιχμηρά ερωτήματα τον κατακλύζουν. Τη στιγμή που είναι έτοιμος να τα κατακτήσει, διαπιστώνει αλίμονο ότι είναι πολύ μακριά τους. Ο συγγραφέας μάς δηλώνει, συγκλονισμένος, ότι το πιο σημαντικό είναι να ζεις και να πεθαίνεις την στιγμή που πρέπει. Να έχεις το δικαίωμα της αληθινής επιλογής, στη ζωή σου. Να είσαι ελεύθερος, με πλήρη επίγνωση της επιλογής σου. Αλλά τίποτα δεν είναι τόσο απλό. Η όλα είναι τόσο απλά ίσως,  που νομίζουμε ότι είναι πολύπλοκα. 

 Ο Χα’ι’ντεγκέρ όρισε κάποτε το θάνατο ως’’ τη μη δυνατότητα περαιτέρω δυνατότητας’’. Η διαρκής αναζήτηση αυτής της δυνατότητας μας κρατά μακριά από οποιονδήποτε ‘’θάνατο’’.

Ο Γιάλομ, αν και Εβραίος που πήγαινε κάποιες φορές στη Συναγωγή, δηλώνει πολύ ορθολογιστής για να έχει οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη. Στηριγμένος στην ψυχανάλυση, δίνοντας έμφαση στην ερμηνεία των ονείρων, ασχολείται κυρίως με παθολογικές περιπτώσεις. Ο ίδιος,  που διανύει ήδη την ένατη δεκαετία της ζωής του δηλώνει: ’’Ο θάνατος με κάνει να ζω περισσότερο την κάθε στιγμή, να εκτιμώ και να απολαμβάνω και μόνη τη χαρά του να έχω τις αισθήσεις μου, να είμαι ζωντανός.’’

 Πηγές: blog ανάγνωση της Χριστίνας Παπαγγελή                                                                     








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου