Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ζαχαρίας Κατσακός

ΤΡΙΑ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Δημοσιευμένα στο λογοτεχνικό περιοδικό ‘’Κεδρισός’’)
Άνοιξη 2014

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Ο Ζαχαρίας Κατσακός, με την σεμνή και χαμηλόφωνη παρουσία του, αποτελεί μια από τις πιο ισχυρές, δόκιμες φωνές στον χώρο της κριτικής σήμερα, αλλά και της ίδιας της ποίησης. Είναι
ένας διακριτικός, σπουδαίος δημιουργός, που προτιμά να δικαιώνεται στη σκιά παρά να λαθεύει στο φως. Προτιμά μια εργασία βάθους που θ’ αναμετρηθεί με τον χρόνο, παρά τις πολλές- εντυπωσιακές ίσως, μπορεί και φλύαρες όμως- καταθέσεις. Η ποίηση του είναι κήπος περίκλειστος , εστία αντίστασης, φυτώριο ενός φασματικού, σκληρού και συνάμα τρυφερού κόσμου που πλάθουν οι στίχοι του. ‘’Βαθύς, αρχαίος ήχος, η φωνή του’’ θα πρόσθετα παραφράζοντας τον Μίλτο Σαχτούρη.

Κάποιες φορές ορισμένοι στίχοι του Ζ.Κ. περνούν από τον έναν όροφο στον άλλο, χωρίς φαινομενικά να υπάρχει σκάλα. Διαβάζουμε π.χ. από το ποίημα ‘’Κατάδυση’’

Τα μαλλιά σου
Φωτεινά μου κοράλλια
Τη χρυσή άμμο πάνω στο σώμα σου,


και λίγο παρακάτω στο ίδιο ποίημα

Αχ μνήμες μου,
Της πιο ακατοίκητής μου μητέρας σάρκες
Ατημέλητα δάκρυα εκκενωμένου πρωινού
Πόθοι, χωρίς επίκτητα πεπρωμένα.

Μα σε ποιους καταρράκτες κατοικούν
Τα πιο κρυφά μου κορμιά;

Γιορτάζουν τα νερά σήμερα
Γιορτάζουν σήμερα και πάντα
Τα παλιά μας χαράματα
Κι οι νέοι μας καημοί.


Υποστηρίζοντας τα σημαίνοντα του υπερρεαλισμού (η εικόνα-αστραπή και ακαριαία ή διάμεσα το ποίημα-γεγονός), μοιράζει την ύλη του ποιήματος σε μικρές θεματικές μονάδες, φαινομενικά ξένες μεταξύ τους. Σε μονάδες όμως που είναι οι φορείς μιας τεχνικής, έτσι ώστε η ύλη του κειμένου να ανεβαίνει ως μορφή προς τα πάνω, εξορύσσοντας θέματα από την υποσυνείδητη πραγματικότητα.

Ωστόσο, ενώ εν πρώτοις φαίνεται ότι η ποίηση του Ζ.Κ. κινείται πάνω στις ράγες του υπερρεαλισμού, στην επόμενη στροφή κάνει την έκπληξη, αγγίζοντας κυριολεκτικά άλλες σφαίρες. Στα ποιήματά του ο μαγικός ρεαλισμός είναι παρών,
εκβάλλοντας στην φαντασία του αναγνώστη, φορτίζοντας την συγκινησιακά. Όσο για το λυρικό στοιχείο, τούτο εμφανίζεται μ’ ένα πάταγο συναισθημάτων.

Έτσι γεννιούνται τα μαύρα μαργαριτάρια
μ’ ένα άνθος πόνου επάνω τους.
Μετά γυρνούν το όστρακο ανάποδα
κι οι λέξεις χαίρονται τον ουρανό μες απ΄ τον βυθό τους
και στοιχειώνουν και γίνονται σκουλήκια
κι έρχονται οι μύγες και πετούν από πάνω τους.


Το μεταφυσικό, το ονειρικό, το αλλόκοτο, το σκοτεινό (σκιές, όνειρα, ομίχλη, οστά γεγυμνωμένα, σκουλήκια, μύγες, σφαγμένος κόκορας, αίμα κ.λ.π. )ενσαρκώνονται σε ολοζώντανες , πρωτότυπες , πολλάκις φρικιαστικές εικόνες, σημαντικό πλέον και αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό της ποιητικής του Ζαχαρία Κατσακού, αποτελώντας καθαρό απόσταγμα της σχολαστικής μελέτης, της ζύμωσης και εντρύφησης χρόνων του ποιητή εκτός των άλλων και με την ποίηση των καταραμένων ποιητών του 19ου αιώνα (Ρεμπώ, Μαλαρμέ, Μπωντλαίρ,Γουίλλιαμ Μπλέηκ, Πόε, αλλά και των Λόρκα, Πεσσόα και Ρίλκε. Από Έλληνες δε, νομίζω ότι ταυτίζεται περισσότερο με τον Μίλτο Σαχτούρη, δίνοντας ωστόσο το καθαρά δικό του στίγμα , όπου κυριαρχεί η αιχμή της εικόνας, η δωρικότητα στον στίχο , η αφαίρεση , ο έρωτας , το συγκρατημένο και υποδηλούμενο ή εκμαιευμένο συναίσθημα (η τρυφερότητά του στις Βέρες , άφατη) και οπωσδήποτε η αχαλίνωτη φαντασία, που εξωτερικεύει και μπορεί να υλοποιεί την εσωτερική παράστασή του.

Μπαίνουν στη θάλασσα αργά αργά
και στα σεντόνια της πνίγουν τα κορμιά τους.
Εκείνος κρατά το χέρι της σφιχτά
και στο κεφάλι του στεφάνι απ’ τα μαλλιά της.
Στον βυθό θα γίνει σήμερα ο γάμος.
Εκείνη χλωμή κι αμίλητη σώμα και αίμα άγαλμα,
η γύρη μόνο να σκεπάζει τη μορφή της
και μια ύλη από ομίχλη.

Ο άνεμος έξω λυσσομανά,
ρίχνει τη βάρκα στο στενό χαντάκι του εφηβαίου.
Βροχή πέφτουν οι βέρες στο βυθό.

Ο ποιητής δεν φοβάται να αλλάξει οπτική γωνία, να κινηθεί μέσα στο χρόνο και τον χώρο με μεταφορές και συνειρμούς, αποδίδοντας λεπτομέρειες από τη δομή του εσώτερου εαυτού, αφήνοντας να ξετυλιχτεί με επιδεξιότητα η έκδυση του.

Σφιχτοδεμένη μπούκλα
γύρω από τις αλυσίδες του κορμιού μου
η βαλίτσα μου.


Ο αναγνώστης στα τρία αυτά ποιήματα (Οι βέρες, η πεταλούδα, κατάδυση)
προσλαμβάνει τον παραστατικό, αφηγηματικό, αφοριστικό, απερίφραστο, αποκαλυπτικό, δηλωτικό συναισθημάτων λόγο του Ζ.Κ. ως όχημα διεκπεραίωσης εννοιών, όπως είναι η σχέση ζωής και μνήμης, η διασταύρωση του διφυούς σχήματος αγάπη-έρως με τον θάνατο, το περιεχόμενο του εσωτερικού του ανθρώπου(ψυχή) με ιδιαίτερα συστατικά υλικά το όνειρο και τον μύθο. Οι τίτλοι των ποιημάτων απλοί και μονολεκτικοί, υποδηλώνουν πίσω από την απλότητά τους, ένα ειδικό βάρος, ένα πλέγμα πολλών και ποικίλων αισθήσεων.

Στα στοιχεία αυτά που ανήκουν στον κύκλο της ζωής, όπως
π. χ. η θάλασσα, τα κύματα, ο βυθός, ο αέρας, η άμμος, τα έντομα , η γύρη, το αυγό, το όστρακο, τα κοράλλια, τα μαργαριτάρια, οι βέρες, τα σώματα, εμπεριέχονται κατ’ επέκτασιν η γέννηση, η φθορά, ο έρωτας και ο θάνατος. Είναι γεγονός ότι ο δημιουργός σ’ αυτά τα τρία νέα του ποιήματα, ανεβοκατεβαίνει τους δύο κόσμους, τραβώντας πλάνα κάθε φορά από διαφορετική γωνία λήψης, όπως ακριβώς ένας φωτογράφος.

Επιλέγοντας ύφος λιτό, ανάγλυφο, σαφώς πρωτότυπο, ο χαρισματικός δημιουργός ανοίγει τον δρόμο για τον αναγνώστη του ποιήματος, πλουτίζοντας την λογοτεχνική του εμπειρία με μια ποίηση προοπτικής και βάθους. Δεν αποκαλύπτει, δεν τραβάει τελείως τον πέπλο που σκεπάζει τα μυστικά του, μας επιτρέπει μόνο να εικάσουμε από μικρά ανοίγματα που δημιουργούν διακειμενικά στοιχεία, στοιχεία που παραπέμπουν στην σκληρή μεταμορφωτική εικονικότητα του εξπρεσιονισμού, όπως π.χ. ‘’Ό άνθρωπος πετεινός’’ στην ‘’Πεταλούδα’’ (από τα καλύτερά του ποιήματα μέχρι τώρα).

Μια λέξη, προνύμφη ακόμη,
είχε στο ράμφος του πιασμένη ο καθηγητής
και την έτρωγε σαν να ήταν σκουλήκι.


Εικόνα που μεταφέρει αστραπιαία τη σκέψη μας σε πίνακες του Μαξ Έρνστ ( ο άνθρωπος πτηνό θεωρείται το alter ego του υπερρεαλιστή Γερμανού καλλιτέχνη), καθώς και στις Αιγυπτιακές γλυπτές τοιχογραφίες με τον Θεό Ώρο ( Θεός των Αρχαίων Αιγυπτίων με ανθρώπινο σώμα και κεφάλι γερακιού).

Ο ποιητής, άλλοτε βλέπει από κοντά τη φύση και συνομιλεί μαζί της κι άλλοτε στέλνοντας το βλέμμα του πότε στο βυθό και πότε στ’ άστρα ,παρακολουθεί την αλυσίδα της ζωής, κεντρίζεται, αισθάνεται, στοχάζεται.

Ο Ζαχαρίας Κατσακός ουσιαστικά μας κάνει κοινωνούς του μυστηρίου της ζωής με μια ποίηση καταστάσεων, που μας απογειώνει μέσω της κρυπτικότητας και των γρίφων, παρουσιάζοντας μας ένα ολόκληρο σύμπαν που πάλλεται από μια διακριτή δημιουργική παραφορά. Ένας άγριος άνεμος φυσά μέσα απ’ τα ποιήματά του, ένας άνεμος που περιφρονεί τα οχυρώματα του ορθού λόγου, καταλύει το δεδομένο και ορίζει τον ποιητή αυτάρκη σκηνοθέτη. Ειρωνευόμενος τον κίνδυνο συνεχίζει το θαύμα...

* Ο πίνακας L'Ange du Foyer ou le Triomphe du Surréalisme (Ο 'Αγγελος της Εστίας ή ο Θρίαμβος του Υπερρεαλισμού), έργο του 1937 του Γερμανού υπερρεαλιστή ζωγράφου Μαξ Έρνστ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου