Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016


Πρόταση… επί ποδός

Της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη

Και τώρα, αναρωτιέμαι
στο στήθος μου
ποια καρδιά χτυπά
η δική σου ή η δική μου


Βασίλης Ντίλος

                                                                                        

Σάββατο πρωί κι ο ήλιος ράθυμος στα μέσα Αυγούστου, απλώνεται απ’ τη μια άκρη ως την άλλη της όμορφης γενέθλιας πόλης μου. Με βαριά καρδιά αναγκάζομαι να εγκαταλείψω μια βεράντα πνιγμένη στο πράσινο και το γαλάζιο τ’ ουρανού, τον ελληνικό σκέτο μου καφέ μαζί με το μυρωδάτο κέικ της μαμάς μου και τη μοναδική αλλά σπάνια συντροφιά της Σόνιας, της μικρής μου αδερφής, για μια σειρά ανειλημμένων υποχρεώσεων. Στενοχωριέμαι. Σήμερα το πρωί, μετά από καιρό, ήρθε η Σόνια να μ’ επισκεφτεί στο διαμέρισμα που συζούμε εδώ και κάμποσα χρόνια με τον Γιώργο, κι εγώ πρέπει να την αφήσω για να κάνω σήμερα ξανά άλλη μία διαδρομή στον καύσωνα του κέντρου. 

Αλλά έτυχε χθες μια βλάβη στο αυτοκίνητό μου που δε σηκώνει καθυστέρηση –θέλει επειγόντως συνεργείο– ένα ατύχημα σ’ ένα φίλο του Γιώργου, που συνεπάγεται μια θλιβερή, αλλά υποχρεωτική επίσκεψη στο νοσοκομείο, καθώς και άλλη μία επίσης επείγουσα αγγαρεία: τα απαραίτητα βδομαδιάτικα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, που ο καλός μου αδυνατεί να κάνει, λόγω φόρτου εργασίας.
Σε λιγότερο από μία ώρα αποχαιρετώ μ’ ένα φιλί τη Σόνια, αφήνοντάς τη στα μαγαζιά για να χαζέψει τις βιτρίνες, παρατάω το αυτοκίνητο στο συνεργείο και παίρνω ένα ταξί για το νοσοκομείο. Αφού διεκπεραιώνω στα γρήγορα την κοινωνική μου υποχρέωση, τραβάω γραμμή στο σούπερ μάρκετ για να τελειώνω επιτέλους και με τα ψώνια.

Εδώ μέσα γίνεται χαμός. Πού βρέθηκε αυγουστιάτικα τόσος κόσμος; Τα καλοκαιρινά σαββατοκύριακα υποτίθεται ότι η πόλη αδειάζει. Όλοι σπεύδουν να δροσιστούν στην κοντινότερη παραλία ή φεύγουν διακοπές για μαγικά νησιά, εξωτικά κι ονειρεμένα. Μυρίζω λάδι καρύδας, γεύομαι τεκίλα, ψήνομαι στον καυτό ήλιο, ενώ ένα κύμα γαλάζιο θωπεύει το μαυρισμένο μου κορμί –και να φανταστείς ότι σιχαίνομαι τα Άρλεκιν– καλός ο νεαρός με τους γυμνασμένους κοιλιακούς και τα γυαλιά καθρέφτες, που με φλερτάρει από το μπαρ με τους κοκκοφοίνικες απέναντι, εγώ, αλήθεια, πότε θα πάω, πού; Εδώ το όνειρο τελειώνει άδοξα κι η επαναφορά στην πραγματικότητα είναι τουλάχιστον οδυνηρή.

Αναγκάζομαι απότομα να σπρώξω το καρότσι μου στο πλάι, αποφεύγοντας, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, τη σύγκρουση με το καρότσι μιας κοκκινομάλλας με πορτοκαλί καφτάνι και στραβοπατημένες λαμέ σαγιονάρες.
«Συγνώμη» ψελλίζω.
«Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα» μου πετάει δήθεν αδιάφορα.
Ξέρω πως από μέσα της με βλαστημάει. Αντέχω το απαξιωτικό της βλέμμα μόνο χάρη στην προστατευτική σκιά των σκούρων γυαλιών μου.

Μέσα στο μεταλλικό καρότσι, δίπλα στις κονσέρβες, τα χαρτιά υγείας και τις κόκα κόλες, ένα αγοράκι πέντε-έξι χρονών καταβροχθίζει με βουλιμία ένα κρουασάν με μαρμελάδα. Τα σιρόπια τρέχουν στ’ αφράτα παιδικά μάγουλα, σχηματίζοντας κερασένια ρυάκια, με κατάληξη το πιγούνι με το λακκάκι στη μέση. Το πιτσιρίκι μού σκάει ένα χαμόγελο μ’ εκείνο το λευκό της αθωότητας, που όσο κι αν προσπαθεί, κανένα μα κανένα απορρυπαντικό δεν το πετυχαίνει. Του το ανταποδίδω.

Ήθελα τόσο ένα παιδί…

Στέκομαι μπροστά στο ράφι με τους καφέδες και πιάνω δυο κουτιά, γαλλικό για τον Γιώργο, καπουτσίνο στιγμής για μένα, αν και συνήθως προτιμώ το νεσκαφέ. Μου αρέσουν τα έτοιμα προς κατανάλωση τρόφιμα και ποτά. Είμαι τεμπέλα και μισώ το μαγείρεμα. Ο Γιώργος φεύγει για την Ελβετία αύριο. Βρήκα το μήνυμά του στον τηλεφωνητή του ατελιέ μου. Πού να με βρει; Στο σπίτι; Αφού το ’χω καταντήσει ξενοδοχείο ύπνου. Δε μου ’χουν βγάλει άδικα την ταμπέλα της εργασιομανούς. Σχεδιάζω ρούχα, τα ράβω μόνη μου, ζωγραφίζω, φτιάχνω κοσμήματα, τσάντες και ζώνες. Μέσα απ’ τη δουλειά μου ανασαίνω.

“Θα μπορούσαμε να ιδωθούμε τουλάχιστον πριν φύγω;”
Το λακωνικό του μήνυμα, με την ίδια φωνή που το άκουσμά της συντάραζε την καρδιά μου απ’ τα δεκαεφτά μέχρι τα τριάντα και την έκανε να παίρνει ανάποδες κωλοτούμπες, μπόρεσα να τ’ ακούσω μόνο μια φορά. Μετά πάτησα το κουμπί και το διέγραψα. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα αποθήκευα το μήνυμα και θα το άκουγα ξανά και ξανά. Αρχή, μέση, τέλος. Έχει υπέροχες διακυμάνσεις η βαθιά του η φωνή, ο Γιώργος μιλά και τραγουδά όμορφα. Στο μήνυμα δεν απάντησα.

Ο έρωτας σε κάνει να φέρεσαι σαν παιδί που το απορροφά ένα καινούργιο παιχνίδι. Το πασπατεύει, το σκαλίζει, ασχολείται μαζί του μέχρι να το βαρεθεί και να ψάξει γι’ άλλο, αφού πρώτα το διαλύσει “εις τα εξ ων συνετέθη”. Αυτή ακριβώς τη φάση διανύουμε τώρα με τον Γιώργο. Τα τελευταία χρόνια ζούμε απλά στο ίδιο σπίτι. Σαν ξένοι. Η αγάπη μας ασθενεί βαρέως. Είναι πλέον… φυτό. Εδώ και κάμποσα χρόνια υποστηρίζεται με μηχανικά μέσα, μέχρι να έρθει το τέλος. Θα πρέπει, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, να την αφήσουμε να… φύγει εν ειρήνη. Θλιβερό μεν, αλλά αναπόφευκτο. Τουλάχιστον να τη θυμόμαστε όταν ήταν στα καλά της. Κι όχι όπως κι οι δυο την καταντήσαμε…

Ένας έρωτας παππούλης μετρά μέρες. Με πατερίτσες πια σέρνεται ασθμαίνοντας, Γιώργο μου.

Στέκομαι στην ουρά για μορταδέλα και ντόπια γραβιέρα. Από δίπλα, συνωστισμός στα κρέατα. Κάνω κι εκεί τη στάση μου για να πάρω μπριζόλες, πίσω από έναν τύπο που μυρίζει ιδρωτίλα. Η μαμά μου θα τις μαγειρέψει αύριο, ευτυχώς που την έχω κι αυτήν να μας νοιάζεται, αλλιώς θα λιμοκτονούσαμε. Μα είναι δυνατόν σήμερα με τόσα σαπούνια, αποσμητικά κι αρώματα να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν πλένονται; Αν ήταν δίπλα μου τώρα ο Γιώργος, θ’ αγόραζε ένα αποσμητικό και θα το πρόσφερε στον άπλυτο μ’ ένα πλατύ, καλόκαρδο χαμόγελο, “Κάποιος πρέπει να σας μιλήσει για το Rexona”, θα του έλεγε, όπως ακριβώς στην παλιά τηλεοπτική διαφήμιση, αγνοώντας τις συνέπειες μιας προσβολής κατάμουτρα, που μπορεί να του στοίχιζε μερικές μπουνιές ή ένα μαυρισμένο μάτι. Σκηνοθετώ στο μυαλό μου τη σκηνή και γελώ με την καρδιά μου. Τελικά ο Γιώργος έχει τόσα χαρίσματα, ανθρωπιά, χιούμορ… Αυτό το τελευταίο ήταν το αγκίστρι με το δόλωμα που με τράβηξε πάνω του,

ένα χαμόγελο με χρίζει ποθητό,

το άλλο ήταν κάτι πολύ κοινότοπο –το ξέρω, αλλά είναι γεγονός– τα μάτια του.
Τα μάτια του και η πειθώ του σε καθήλωναν. Τον θυμάμαι όπως ήταν πριν τη σχέση μας, τότε που μαθητές ακόμα κρυβόμασταν πίσω από το δάχτυλό μας, ενώ πέθαινε ο ένας για τον άλλο, τότε που μπαινοβγαίναμε σε καφετέριες και σινεμά και κάναμε μεγάλους περιπάτους σε πολυσύχναστους δρόμους συζητώντας δήθεν μ’ ενδιαφέρον περί ανέμων και υδάτων. Μέσα μας καιγόμασταν, αλλά κρατούσαμε ακόμα τα προσχήματα. Ούτε το χέρι δε μου ’πιανε, αβίαστα άνετος μέσα στη γαλάζια αθλητική του φόρμα με τα χέρια στις τσέπες, μιλώντας μ’ εκείνη την απλότητα που εκμηδένιζε την όποια αμφιβολία μου για το τι θα επακολουθούσε. Αδιαφορώντας για τον κόσμο που κινιόταν δίπλα μας σε απόσταση αναπνοής.

Κι εγώ να πέφτω συνέχεια πάνω του, δήθεν κατά λάθος, λαχταρώντας να γευτώ τη γεύση μέντας που είχε αφήσει η τσίχλα που πηγαινοερχόταν στο στόμα του για να σκεπάσει τη μυρωδιά του τσιγάρου, που είχαμε μοιραστεί στα κλεφτά πριν από λίγο. Θυμάμαι πώς άστραφτε το μαύρο των ματιών του, καθώς εστίαζε πάνω μου ένα βλέμμα λάγνα σκοτεινό… Σαν φωτογραφικός φακός που μ’ έπαιρνε ασταμάτητα φωτογραφίες σ’ όλες τις πόζες. Κείνο το βλέμμα κι η φωνή ήταν που μ’ έκαναν να πάλλομαι, να νιώθω πως είμαι η γυναίκα του, η μάνα, η πόρνη του, το λιμάνι, μια πόρτα ορθάνοιχτη που έκραζε: «Έλα…»

Έκανα ένα γύρο στους διαδρόμους. Να μην ξεχάσω να πάρω μπίρες, όλο και κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά. Δεν κολλάω σε τυπικότητες. “Έλα, μωρέ, από το σπίτι κάνα βράδυ, αλλά πάρε με πρώτα ένα τηλέφωνο”, όποιος μου χτυπήσει την πόρτα είναι ευπρόσδεκτος. Δεν μπορώ τους τσιγκούνηδες, τους μίζερους, τις κλειστές πόρτες, τις κλειστές καρδιές. Κι ας φοβάμαι τον κόσμο κατά βάθος.
Ουρές εμπρός μου, πίσω μου, δίπλα μου. Να φύγω.
Το νερό στην μπανιέρα είναι ζεστό. Το απογευματινό φως που μπαίνει από το τζάμι του φωταγωγού χτυπά κατευθείαν στο πρόσωπό μου. Εδώ στο μέτωπο, πάνω στις τρεις οριζόντιες ρυτίδες μου.

… Μαμά γερνάω… Στα τριάντα ένα μου είμαι ακόμα “ελεύθερη”, όπως λες στις φιλενάδες σου με παράπονο, κι όμως η ελευθερία, λένε, είναι αρετή. Ο γάμος, το ξέρεις, τα ’χουμε πει χίλιες φορές, θα ’ρθει κάποτε, μπορεί όμως και ποτέ.


Το τηλέφωνο δεν έχει χτυπήσει καθόλου σήμερα. Ο Γιώργος έφυγε. Τώρα πρέπει να πετάει για Γενεύη, για εκείνο το ιατρικό συνέδριο. Δεν ειδωθήκαμε πριν φύγει. Δεν του τηλεφώνησα καν.
Κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι στην ανάσα μου. Στη γαλήνη της. Αυτή η ανάσα με παίρνει και με ταξιδεύει μαζί της αλλού. Τι μου συμβαίνει; Εδώ και μήνες βιώνω το εικονικό φινάλε μιας σχέσης που δε λέει να τελειώσει. Θέλω ν’ ανακαλύψω, να καταλάβω. Γιατί τόση οδύνη; Γιατί ο Γιώργος αρνείται να πιστέψει ότι χωρίζουν οι δρόμοι μας, ενώ ζούμε καθημερινά σε μια κόλαση ασυνεννοησίας; Έχω τύψεις. Γκρίζες σαν ιστός αράχνης. Τι θ’ απογίνει ο σύντροφός μου μακριά μου; Είναι ευαίσθητος, μοναχικός, γαντζωμένος πάνω μου. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως δε μ’ έχει ακόμα απατήσει. Έχει άραγε γνωρίσει άλλη γυναίκα ποτέ; Δεν ξέρω. Δεν αντιλήφθηκα κάτι, ποτέ δεν τον ρώτησα. Θα ’πρεπε;

Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών αντρών, μια γυναίκα δεν είναι ποτέ αρκετή. Όταν έχεις γνωρίσει μόνο ένα σώμα, έστω κι αν έχεις μαθητεύσει πάνω του, δεν ξέρεις πώς θα είναι ένα άλλο. Λένε πως είναι καλό να γνωρίζεις κι άλλους ερωτικούς συντρόφους, γιατί διαφορετικά μπορεί να μείνεις μ’ αυτή την απορία σ’ όλη σου τη ζωή. Μπορεί να σε κυνηγούν ανεκπλήρωτοι πόθοι, οδυνηροί.

Δεν ξέρω αν του Γιώργου τού έχει τελειώσει η αγάπη. Πιστεύω ότι μένει ακόμα πιο πολύ από συνήθεια. Είναι προέκταση της ζωής μας η συνήθεια. Η συνήθεια είναι η πιο ανασφαλής επένδυση, ένα βολικό συναίσθημα που κατευνάζει προσωρινά την εσωτερική πείνα. Ως το έσχατο ξόδεμα. Την τελευταία φάση του έρωτα, το τέλος της σχέσης. Ο αγαπημένος μου φοβάται το μετά. Κι εγώ το φοβάμαι… Όμως η σχέση μας δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αναγεννηθεί. Έχει τελματώσει. Εκτός κι αν γίνει κανένα θαύμα. Ξέρει ωστόσο ότι τον νοιάζομαι. Ότι τον αγαπώ. Όχι όμως όπως πριν. Δε σκιρτώ πια, όταν στρίβει το κλειδί στην πόρτα και μπαίνει μέσα σέρνοντας το βήμα του κουρασμένα.

Θέλω να είναι καλά. Έχω τύψεις όταν αισθάνομαι ότι αυτός μ’ έχει ανάγκη. Και νιώθω ενοχές γιατί πάω να τον διώξω, ενώ κατά βάθος τον έχω κι εγώ ανάγκη. Μήπως είναι αυτό τελικά το κυρίαρχο στοιχείο της σχέσης μας; Αυτό που μας κράτησε και μας κρατά μαζί δεμένους τόσα χρόνια; Ανάγκη στήριξης του ενός από τον άλλο, σε εποχές που μας τελειώνουν τα όνειρα; Δεν υπάρχει πια πλεόνασμα ονείρων… Κρίμα. Ποιος βολεύεται τελικά απ’ αυτή την αναπηρία των αισθημάτων;
Το νερό έχει κρυώσει.


Ξεπλενόμουν στο ντους, όταν πήρα είδηση ότι κάποιος ανοίγει με κλειδί την εξώπορτα .
Είναι ο Γιώργος. Με περιμένει στο σαλόνι, στο βάθος. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα. Μα δεν έφυγε; Όχι, δεν έφυγε.
Διαβάζει. Προσποιείται ότι είναι πολύ απορροφημένος σ’ αυτό που διαβάζει. Φαίνεται από το υπερβολικό κύρτωμα των ώμων.
Τυλιγμένη με το μπουρνούζι, στάζοντας ακόμα νερά, όταν τον αντικρίζω, σαστίζω.
«Καλησπέρα… εδώ είσαι; Νόμιζα ότι θα ήσουν ήδη στη Γενεύη.»

Το μυαλό μου είναι γεμάτο με λέξεις που θέλω να του πω, με φράσεις φτιαγμένες από πριν, που θα τις έλεγα μονορούφι, χωρίς να του δώσω καιρό ν’ αρθρώσει λέξη. Τώρα όμως εκείνος είναι μπροστά μου κι εγώ σε απόσταση βολής απ’ τα μάτια του, από τα χέρια του, δεν ξέρω πια τι να κάνω.
«Πώς πάει, Δήμητρα, είσαι καλά;» Σηκώνει τα μάτια του ερευνητικά πάνω μου.
Τον κοιτώ, χωρίς ν’ αφήσω να φανεί συναίσθημα κανένα. Παραμένει ατάραχος. Τον ζηλεύω. Ο Γιώργος μπορεί να κερδίζει, χωρίς να φανεί ότι έχει τρέξει αίμα στη μάχη.
«Καλά. Τι έγινε; Ακυρώθηκε το συνέδριο;»
«Δεν υπήρξε κανένα συνέδριο. Έτσι το ’πα, να δω αν θα μου τηλεφωνούσες. Ήθελα να σε δω. Υπάρχει λόγος. Κάθισε.»

Ένα σούβλισμα στην καρδιά. Κάθομαι στον καναπέ. Τα μαλλιά μου βρεγμένα, στάζουν από παντού. Παίρνω ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του. Το ’χει αφήσει στο τραπεζάκι δίπλα στα κλειδιά του αυτοκινήτου.
«Συγνώμη που… δε σου τηλεφώνησα. Θα περίμενες…»
Μιλώ κόβοντας τις λέξεις στη μέση. Η αμηχανία μου έκδηλη. Τραβώ μια γερή ρουφηξιά, προσπαθώ να ηρεμήσω. «Λοιπόν;»
Εκείνος σηκώνεται αμίλητος και βάζει δυο ουίσκι. Σκέτα.
«Έλα, πιες», μ’ ενθαρρύνει τείνοντάς μου το ποτήρι. Το βλέμμα του σκυφτό από πάνω μου, στα μάτια του παιχνιδίζουν φωτιές. Μια συγκαλυμμένη οργή; Κάτι απειλητικό φτερουγίζει εκεί μέσα. Πάει να με προετοιμάσει για κάτι. Αισθάνομαι σαν να μου προσφέρουν κώνειο.

Αμίλητη πίνω.
Καίγομαι. Τραβώ άλλη μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο και μετά ταραγμένη το σβήνω στο τασάκι. Εκείνος ανασηκώνει μηχανικά την τσάκιση του παντελονιού του και κάθεται πλάι μου. Απλώνει το χέρι, αγγίζει απαλά μια-δυο βρεγμένες τούφες απ’ τα μαλλιά μου. Περιμένει. Αλλά εγώ δεν τον αγκαλιάζω όπως πριν. Όπως πριν από μια βδομάδα, τρεις μήνες, πέντε χρόνια. Μένω άκαμπτη, παγωμένη, με την ψυχρότητα αυτών που αποστρέφονται βαθιά το… δυσάρεστο. Μα να που απρόσμενα κάτι σπάει μέσα μου. Θέλω ξάφνου να τον αγγίξω, να του απαλύνω τις γωνίες στο πρόσωπο, να δω τη φλέβα στον κρόταφό του να γαληνεύει. Θέλω να κλείσω στον κόρφο μου τον παλιό Γιώργο. Το δικό μου Γιώργο που τώρα, το νιώθω, μου φεύγει. Και φταίω εγώ. Εγώ; Αυτός; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως απόψε τελειώνουμε. Πεθαίνει ένα του κομμάτι μέσα μου κι ένα δικό μου μέσα του. Σε λίγο, σε πολύ λίγο, δε θα ’ναι πια “το άλλο μου μισό”. Ούτε εγώ θα είμαι.
Έξω σκοτεινιάζει. Σιωπές μπαίνουν απ’ το παράθυρο, σέρνονται γύρω. Σκαρφαλώνουν στους πίνακες, έρπουν στα έπιπλα…

«Τι θέλεις να μου πεις; Είπες πως ήθελες να με δεις. Να μιλήσουμε.»
Δεν αντέχω άλλο. Βιάζομαι.
«Ξέρεις, Γιώργο, οι χωρισμοί είναι λιγότερο οδυνηροί, όταν τους κόβεις με το μαχαίρι.»
«Μα, αγάπη μου, ποιος μίλησε για χωρισμό; Λυπάμαι αν σου έδωσα αυτή την εντύπωση.»

Γελάει, μ’ εκείνο το γέλιο που σε σκοτώνει “άμα τη εμφανίσει του”. Όλο του το πρόσωπο φωτίζεται. Πίσω από την πολυθρόνα που καθόταν πριν λίγο, βιάζεται να ξετρυπώσει μια τεράστια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Με μια αστεία κίνηση, μου τα προσφέρει γονατίζοντας μπροστά μου, ενώ ταυτόχρονα βγάζει από την τσέπη του ένα κομψό κουτάκι σε σχήμα καρδιάς. Το αφήνει πάνω στην ποδιά μου. Έπειτα σηκώνει το αριστερό γυμνό μου πόδι και το φέρνει στα χείλη του κοιτώντας με κατάματα. Ένα βελούδινα βαθύ, θελκτικά αρσενικό, στοχαστικά στέρεο βλέμμα…

«Λοιπόν… δέχεσαι να μοιραστείς την υπόλοιπη ζωή σου μαζί μου;»


Στη φωτογραφία ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και η Ζαν Μορώ, στην ταινία ''La notte''του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1961) 









Δευτέρα 4 Απριλίου 2016


Καθρεφτίζοντας τις αγωνίες μας στην ποίηση


 Πολλές φορές έχει επισημανθεί ότι το μόνο υλικό της ποίησης είναι οι λέξεις. Εκείνες φωτίζουν ή χρωματίζουν το ποιητικό κάδρο, τα δικά τους πινέλα χαράσσουν το καναβάτσο και αναδύουν αρώματα που αγγίζουν την ψυχή του αναγνώστη. Αυτές γεννούν στοχασμούς και συναισθήματα γεφυρώνοντας τη λογική με την ψυχή, το δημιουργό με τον αναγνώστη.

Τη δυναμική αυτή των λέξεων να εκφράζουν προσωπικές ανησυχίες και να στολίζουν με πλούσιες εικόνες τις λευκές σελίδες, αναδεικνύει και η Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη με «τα νεαρά ποιήματα» (Γαβριηλίδης, 2013).
Η ποίηση της Πετροπούλου είναι υπαρξιακή. Το μοτίβο του χρόνου και του δίπολου μνήμη/λήθη εμφανίζεται (σε όλη της την ποίηση) είτε ως υπαρξιακή αναζήτηση είτε ως αναπολήσεις του παρελθόντος. Αναμνήσεις από το οικείο κοινωνικό περιβάλλον και τους γνώριμους χώρους -με ένα χρώμα υπαίθρου- βγαίνουν στην επιφάνεια άλλοτε θολές κι άλλες φορές εμποτισμένες στη ναφθαλίνη του καιρού.
Η επαφή με τα αντικείμενα -του παρόντος ή του παρελθόντος- ενισχύει τη μελαγχολία και επιτείνει το συναίσθημα της νοσταλγίας. Ο καθρέφτης γίνεται μέσο αυτογνωσίας· ως είδωλο ψυχής φανερώνει φόβους και αγωνίες· αποκαλύπτει την ηλικία και τη φθορά, φέρνει στην επιφάνεια το χρόνο και τις θολές μνήμες. Η ποίηση από την άλλη λειτουργεί ως ένας αυτοαναφορικός καθρέφτης της ψυχής· αναζητά στο είδωλο όσα την τρομάζουν. Στα γραπτά της κατοπτρίζεται το δικό της αόρατο/άφαντο είδωλο γερά περιχαρακωμένη πίσω απ’ τις μορφές.

Η πληθωρική εικαστική αισθητοποιεί τις αγωνίες της ποιήτριας. Οι εικόνες της είναι πάντα γεμάτες φως ισορροπώντας προς τη μελαγχολική διάθεση. Ήχος και κίνηση ζωντανεύουν τις λέξεις μέσα στον πολύχρωμο ποιητικό της καμβά. Οι στίχοι μοιάζουν με κουρτίνες που εγκυμονούν απ’ τον αέρα υπό τους ήχους της θλιβερής κουστωδίας των γηρατειών.

Ο εκφραστικός της πλούτος, παράλληλα, βρίσκει αντιστάθμισμα στην ελευθεροστιχία και το στιχουργικό ρυθμό διατηρώντας έτσι τη συναισθηματική ένταση των συνθέσεων ελεγχόμενη. Η έντονη χρήση περιγραφικών επιθέτων εξισορροπείται είτε με το θρυμματισμό του στίχου είτε με τη φυσική ροή τους σε τούτον προσφέροντας -συνειρμικά- χρώμα ή κίνηση. Η δε -πολύ συχνή- χρήση της υποτακτικής και αναφορικών προτάσεων προσδίδει μία αίσθηση παράδοσης και υποχρέωσης ενισχύοντας το ευρύτερο μελαγχολικό κλίμα των συνθέσεων. Ωστόσο, διατηρούν μία οικειότητα στη γλώσσα και μία -κατά το πλείστον- αίσθηση προφορικότητας η οποία υποβαστάζει τη συνεχή πρωτοενική διατύπωση.
Την απεριόριστη δύναμη της γλώσσας να ιχνογραφεί εικόνες με χρώμα, ήχο και κίνηση μέσα σε ένα πλαίσιο υπαρξιακών αναζητήσεων αναδεικνύει η ποιήτρια ακόμα και μέσα από μινιμαλιστικές συνθέσεις, όπως αυτές της συλλογής «Μινιατούρα» (poema, 2015).

Η συλλογή διακρίνεται από μία ευρηματική γλώσσα με έντονο το ρομαντικό στοιχείο· λυρικές πινελιές στολίζουν τις βραχυλογικές συνθέσεις της. Η ποιήτρια αξιοποιεί τη συνειρμική δύναμη των λέξεων και τις ανασυνθέτει μέσα σε ονοματικά σύνολα που αναδύουν λυρικές ευωδίες.

Μέσα από την ολιγόστιχη φόρμα και τις δυσκολίες που αυτή εμπεριέχει, η Πετροπούλου βρίσκει το χώρο να ξεδιπλώσει μία ρομαντική ποίηση εκθέτοντας υπαρξιακές αγωνίες για τον άνθρωπο, το θάνατο, τη μοναξιά και μιλώντας για τον έρωτα και την αγάπη. Η σύντομη φόρμα όμως ενισχύει τη δύναμη του εξαγόμενου συναισθήματος· η σχετική λιτότητα σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό λέξεων επικεντρώνει μόνο στο αναγκαίο, αποπέμποντας το περιττό. Έτσι η ρομαντική διάθεση ισορροπεί με την ήπια μελαγχολία
αι υποτάσσεται στην ελεγχόμενη ένταση των συνθέσεων και στο στιχουργικό ρυθμό.

Η λυρική διάθεση της Πετροπούλου είναι πηγαία· διακρίνεται η ρομαντική νότα που παρατηρείται και στην ποίηση της περιφέρειας. Το φυσικό στοιχείο στη στιχουργική της φανερώνει μία ιδιαίτερη οικειότητα προς τη χλωρίδα· δεν είναι ένα εξωτερικής εισροής ποιητικό στοιχείο, αλλά μία εσωτερικευμένη σχέση με τη φύση.
Την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που της παρέχει η απεικονιστική συνειρμική ισχύς των λέξεων συνθέτοντας ένα πλούσιο εικαστικά κάδρο γεμάτο φυσικές εικόνες και θαμπές κοινωνικές αναπαραστάσεις. Και η εικονοπλασία της αναδύεται με έναν τρόπο αυθόρμητο. Με παρομοιώσεις και μεταφορές στήνει ένα ανθισμένο ποιητικό περιβόλι στο οποίο εισβάλλει η ολιγόλεκτη αύρα των εσωτερικών αγωνιών της.

Την ίδια άλλωστε φυσιολατρική ποιητική εικαστική είχε παρουσιάσει και στα «χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας» (Γαβριηλίδης, 2013). Και εκεί διακρίνουμε μέσα στην αυστηρά ολιγοσύλλαβη φόρμα να αναδύεται ένα έξοχο φυσικό άρωμα αποτυπώνοντας τη στιγμή και ταυτόχρονα να εκχέονται υπαρξιακές αγωνίες. Και σε εκείνη τη συλλογή -πάντα στους περιορισμούς της φόρμας και υπακούοντας κατ’ αρχήν στις φυσιολατρικές ιαπωνικές απαιτήσεις- η αγωνία για τον Άνθρωπο γειτνιάζει με εικόνες φύσης μέσα σε μία πολύχρωμη συλλογή.


Η ανθρωποκεντρική ποίηση της Πετροπούλου λειτουργεί ως αγωγός συναισθημάτων· αναζητά την ελάχιστη δυναμική των λέξεων για να εκφράσει ακριβώς την αίσθηση του φευγαλέου και του ευμετάβλητου του ανθρώπινου βίου· ξεγυμνώνει τα σύμβολα των αισθήσεων και των αισθημάτων μέσα από μία μινιμαλιστική διάθεση χωρίς περιορισμούς.

Πρώτη δημοσίευση
http://tovivlio.net/%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%B5%CF%86%CF%84%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80/ 




Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" είναι μια πρόταση για όλους όσοι αγαπούν το διάβασμα και τα βιβλία αλλά και γι' αυτούς που οι ίδιοι ασχολούνται με τη γραφή. Όλα τα διαβάσματα εδώ είναι "ανοιχτά" σε συζήτηση, γιατί μόνον έτσι αξιοποιείται η γνώση που αποκτάμε, όταν ανοίγουμε ένα βιβλίο και αφηνόμαστε στα "θαύματα" που εμπεριέχει.




Μια 'ανάγνωση' στην ποιητική συλλογή

«Τα νεαρά ποιήματα»

της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη,

από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου



Θα μπορούσε η δημιουργία ενός ποιήματος να είναι μια εικόνα στον καθρέφτη.

«Κοιτώ το είδωλό μου στον καθρέφτη
Η θλιβερή κουστωδία των γηρατειών
Αλώνει του προσώπου μου
Τη ραγισμένη πορσελάνη»

Στα ποιήματα της Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη, τα «νεαρά» όπως τα έχει ονομάσει, ίσως το πρώτο που σκέφτεσαι είναι αυτό το ανακόλουθο του τίτλου με το περιεχόμενο των στίχων της, οπωσδήποτε αντλημένο από ζωή γεμάτη εμπειρίες. Άλλωστε αυτή η ματιά στον καθρέφτη, όχι για να επιβεβαιώσει κάποιο ναρκισσισμό αλλά για επαλήθευση μιας μακράς πορείας, απαιτεί ώριμη στάση απέναντι στον χρόνο, στις απώλειες που συμπαρασύρει αλλά και στη σοφία που προσθέτει στο κάποτε νεαρό μυαλό.
Μια κατά μέτωπο αντιμετώπιση της ζωής έχουμε εδώ. Με σαφήνεια, με ειλικρίνεια αλλά και με λεπτή αισθητική. Ταυτόχρονα μια απόλυτη αίσθηση της συνέχειας του εαυτού μας μέσα στον χρόνο, με αποδοχή των περασμένων βημάτων, όπου κι αν οδήγησαν αυτά.

«Η ηλικία των λαθών
Εκείνη που σου υπόσχεται
Αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη»

Η ποιήτρια αγαπά τις απλές φράσεις που δίνουν μόνο όσο επιτρέπει η συνωμοτική γραφή της ποίησης, που απευθύνεται σε μυημένο και δοκιμασμένο αναγνώστη στα στιχουργήματα. Λίγες φορές επιλέγει και τα επίθετα, αποφεύγοντας να αφήσει γυμνά τα ουσιαστικά της. Θα λειτουργούσαν με την εσωτερική τους δύναμη χωρίς αυτά; Πιστεύω πως ναι, ωστόσο σκέφτομαι τον στίχο της για εκείνα τα

«αγάλματα των κοιμητηρίων
Μια ανίσχυρη αγέλη αθανάτων»

και αναθεωρώ: εδώ έχουμε την καίρια χρήση των επιθέτων, καθόλου κοσμητικός ο χαρακτήρας τους, αντιθέτως συνοδεύουν το ουσιαστικό για να το απογυμνώσουν από κάθε άλλοθι. Ο λόγος γίνεται σκληρός, όταν η πραγματικότητα το απαιτεί.
Η θεματολογία της ποιήτριας ξεκινά από μια απόπειρα ταυτοποίησης του προσώπου με το είδωλο που διαγράφεται στον καθρέφτη (που σημαδιακά δηλώνει την παρουσία του στον πίνακα της ποιήτριας που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου) με όσα οδυνηρά μπορεί να φέρει μαζί της μια τέτοια απόπειρα υπαρξιακής αναζήτησης. Σκέψεις που την οδηγούν σε ένα προσδιορισμό της ποιητικής της ταυτότητας, αναπόφευκτα δεμένης με τη μοναξιά του δημιουργού

«Η μοναξιά πάνω απ’ τον ώμο μου
Τους στίχους μου διαβάζει»

αλλά και την ανάγκη να δει γραμμένα στο χαρτί τα όσα μέσα της φωνάζουν

«Να γεννηθούνε πρέπει
Ν’ ανασάνω»

Πίσω από όλη αυτή την πορεία δημιουργίας υπάρχει και ο αναγνώστης/αποδέκτης που η ποιήτρια επιθυμεί να τον φτάσει με τη φωνή της

«Ν’ ακούσεις
Την ανάσα της ψυχής μου»

Επικεντρώνει κατόπιν τη θεματική της στις χρονικές στιγμές που έφυγαν μαζί με τα πρόσωπα που απέδρασαν μαζί τους αφήνοντας εικόνες, μνήμες, όλα αυτά που συνιστούν μια πλούσια ζωή σε συναισθήματα, ικανό υλικό για ποιητική έκφραση.

«Στα ερειπωμένα μπράτσα μου
Κρατώ τον αποχωρισμό»

Μπορεί η θεματική αυτή να προϊδεάζει για ένα βαρύ κλίμα στα ποιήματα της Ρένας Πετροπούλου. Ωστόσο δεν ισχύει αυτό. Χωρίς να μπορείς να καταλάβεις πώς το καταφέρνει, αναδύεται μια νότα πιο φωτεινή πίσω από τις λέξεις. Έτσι που μπορείς να πεις ότι τα ποιήματα αυτά πρώτα τα ακούς, τα μυρίζεις (ήχοι, μελωδίες, ευωδία λουλουδιών) και κατόπιν τα σκέφτεσαι.

«Κι αν ήταν οι νεκροί τους αλαφρές ψυχές
Τους κελαηδούν αηδόνια»

«Αδιάκοπα πηγαινοέρχονται οι μνήμες
Σαν βελούδινες αυλαίες θεάτρου
Σαν ξεφτισμένα αλογάκια
Ενός πολύχρωμου μουσικού καρουζέλ»

Συναισθηματική η γραφή της ποιήτριας; Οπωσδήποτε. Με λυρικές εξάρσεις; Συχνές. Περισσότερο, όμως, μένει η αίσθηση πως εδώ έχουμε ένα ποιητικό λόγο στηριγμένο σε κάτι πιο σταθερό από μια συναισθηματική παρόρμηση. Χωρίς να έχει τη γήινη υφή που είθισται να συνυπάρχει με τη λιτότητα της γραφής, ο στίχος της έχει την πλαστικότητα που προϋποθέτει το γερά θεμελιωμένο βίωμα. Γι’ αυτό και φτάνει στον αναγνώστη με την ειλικρίνεια που φανερώνεται πίσω από τις λέξεις. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως εισαγωγικά επιλέγει τα λόγια του Ρίλκε:«Γιατί οι στίχοι δεν είναι, καθώς νομίζουν οι άνθρωποι, αισθήματα -αυτά τα έχει κανείς αρκετά νωρίς- είναι εμπειρίες».Με αυτό το υλικό της βιωμένης εμπειρίας γράφεται και η καλύτερη ποίηση.

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

"Η Μάχρια της Λήθης-Η αγάπη είναι δύναμη"

 Το νέο βιβλίο της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη

Έπειτα από την επιτυχημένη πορεία του πρώτου βιβλίου της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’ της Ηρακλειώτισσας συγγραφέως Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Λιβάνη, ο δεύτερος τόμος με τον υπότιτλο ‘’Η αγάπη είναι δύναμη’’ βρίσκεται πλέον στα βιβλιοπωλεία.
‘’Η Μάχρια της Λήθης’’, ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ξεκινά από το Λασίθι το 1867, μες στην καρδιά της Κρητικής επανάστασης, απλώνεται στη συνέχεια και αγκαλιάζει την Κρήτη των αιματοβαμμένων αγώνων, την Κωνσταντινούπολη των χρόνων της βασιλείας του Αβδούλ Χαμίτ του Β’, το Αγιασολούκ και την Έφεσο, το Αιγαίο πέλαγος την εποχή του τέλους της πειρατείας, τη γοητευτική Μασσαλία και το κομψό Παρίσι των αρχών της Μπελ Επόκ, ταξίδεψε, γοήτευσε και συγκίνησε τους αναγνώστες σε ολόκληρη την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να περιμένουν με αγωνία τη συνέχεια. Έχει ήδη παρουσιαστεί σε τέσσερις πόλεις και έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές.
Στο οπισθόφυλλο του νέου βιβλίου αναφέρονται τα εξής:
Μασσαλία 1889. Η Μάχρια και ο Ζακ είναι δεμένοι μ’ ένα βασανιστικό ερωτικό πάθος που τους φέρνει στα άκρα.
Τι ρόλο θα παίξει στη συνέχεια ο καλύτερός τους φίλος, ο Φρανσουά;
Και πώς συνδέονται τα γεγονότα κι οι παράλληλοι βίοι της εύπορης και καλλιεργημένης Μάχρια με τη ζωή της Ιταλίδας αγρότισσας Αουρόρα και της Γιαπωνέζας γκέισας Γιούκι;
Ένα πολυφωνικό, σαγηνευτικό μυθιστόρημα, που συνυφαίνει τις ιστορίες και τον αγώνα τριών διαφορετικών γυναικών, παγιδευμένων στις προκαταλήψεις της εποχής τους, ένα βιβλίο-ταξίδι ολόκληρο, που ανοίγεται σε τρία μέτωπα διατρέχοντας δύο ηπείρους, με αξέχαστους ήρωες, καθοριστικές αποκαλύψεις και ανατροπές που κόβουν την ανάσα.
Από το Οριάν Εξπρές, την όπερα της Βιέννης, κλινικές αποτοξίνωσης σε αυστριακά θέρετρα, μεγαλόπρεπα ξενοδοχεία και επαύλεις μέχρι τις αίθουσες διαλέξεων και το ντιβάνι του Φρόιντ, από την απλή ζωή του νότου και τα σκοτεινά βάθη της επιθυμίας, καλά κρυμμένα σ’ ένα ψαροχώρι κι ένα γυναικείο μοναστήρι της Σαρδηνίας, μέχρι την Ιαπωνία στα χρόνια της απώτατης μαγείας της ανατολής, μέσα από τους δρόμους του μεταξιού και του τσαγιού, ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα βιβλίο-ύμνο στην ακαταμάχητη δύναμη της αγάπης, τη μητρότητα, τη φιλία, την αφοσίωση, αλλά και το θρησκευτικό φανατισμό, τις κοινωνικές συμβάσεις του δέκατου ένατου αιώνα, την αρρώστια, το πένθος, τη σχέση με το χρόνο, το δικαίωμα στην ευτυχία. Μια κατάδυση στα βάραθρα της ανθρώπινης ψυχής που εξαναγκάζεται να γνωρίσει τα έσχατα όρια της αντοχής της.

Η Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη γεννήθηκε στο Ηράκλειο.
Είναι καθηγήτρια Σχεδίου Μόδας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Από το 2001 και μετά έχουν εκδοθεί δεκαέξι βιβλία της, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιητικές συλλογές, παιδικά βιβλία (απόσπασμα βιβλίου της διδάσκεται στην Ε΄ Δημοτικού) και παιδικό θέατρο. Είναι συντονίστρια του Λογοτεχνικού Κύκλου Ηρακλείου. Τηλεόραση, ραδιόφωνο, άρθρα, βιβλιοκριτικές, παρουσιάσεις έργων Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών και συνεχείς επισκέψεις σε σχολεία συγκαταλέγονται στο ενεργητικό της.
Πρόσφατα το παραμύθι της Αζίρ (συμμετοχή στο πρόγραμμα του Δήμου Ηρακλείου και της ομάδας βιβλίου του Συλλόγου Εκπαιδευτικών «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος», με θέμα το σχολικό εκφοβισμό) έγινε ταινία μικρού μήκους από τους μαθητές της Στ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Μεγάλης Βρύσης Ηρακλείου.
Έργα της:
Μυθιστορήματα
Με τον Ίσκιο σου Αντήλιο (2001)
Απορρίπτεστε Λόγω Πάχους (2002)
Ζωή Ερήμην (2004)
Στο Δρόμο με τις Πικροδάφνες (2007)
Η Μάχρια της Λήθης (2014)
Παιδική λογοτεχνία
Σοφούλης ο Ψαλιδούλης - Μια Φοβερή Ανακάλυψη (2003)
Σοφούλης ο Ψαλιδούλης - Οι Ολυμπιακοί Αγώνες (2003)
Σοφούλης ο Ψαλιδούλης - Αποστολή στο Διάστημα (2003)
Σοφούλης ο Ψαλιδούλης - Η Περιπέτεια του Αϊ-Βασίλη (2003)
Διηγήματα
Μια Σοκολάτα Αμυγδάλου Σού Φέρνει Ευτυχία (2009)
Ποίηση
Έρωτας σε Χρόνια Οδύνης (2006)
Όνειρα Ασύνορα (2009)
Στον Κήπο της Μνήμης (2011)
Τα Νεαρά Ποιήματα (2013)
Τα Χαϊκού Μιας Μέρας και Μιας Νύχτας (2013)
Μινιατούρα (2015)
Θεατρικό έργο για παιδιά
Τα Επαγγέλματα που Χάνονται (2003)
Επικοινωνία με τη συγγραφέα:
Ε-mail: renapetropoulou@gmail.com
http://renapetropoulou.blogspot.com

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Ο χρυσός αιώνας της κρητικής λογοτεχνίας


Αρχείο:Erotokritos and Arethousa.jpg
Ερωτόκριτος και Αρετούσα, πίνακας του Θεόφιλου
Ο χρυσός αιώνας της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει με το τέλος του 16ου αιώνα και φθάνει μέχρι την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Τον εγκαινιάζει το ποιμενικό ποίημα «Η Βοσκοπούλα».

Η Βοσκοπούλα είναι έργο αγνώστου, γράφτηκε γύρω στα 1590, μα πρωτοτυπώθηκε το 1627.
Εξώφυλλο της έκδοσης της Βοσκοπούλας το 1627
Αποτελείται από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους χωρισμένους σε 119 τετράστιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Πραγματικό στολίδι της λαϊκής μας ποίησης μεταφράστηκε το 17ο αιώνα στα λατινικά από το Γάλλο Pierre-Daniel Huet.
Ο βοσκός συναντά σε ένα ερημικό λαγκάδι μια βοσκοπούλα και πέφτει λιπόθυμος από την ομορφιά της. Εκείνη ανταποκρίνεται στο αίσθημά του και τον φιλοξενεί στο σπήλαιό της, όπου περνούν ημέρες γεμάτες ευτυχία. Η επιστροφή του πατέρα της βοσκοπούλας τους αναγκάζει να χωρίσουν. Ο βοσκός της υπόσχεται τότε ότι θα γυρίσει σε ένα μήνα. Αρρωσταίνει όμως και δεν κρατεί την υπόσχεσή του. Γυρίζει τον τρίτο μήνα και βρίσκει τον πατέρα της νέας να πενθεί το χαμό της κόρης του, που πίστεψε πως ο καλός της την εγκατέλειψε και πέθανε από τον καημό της. Παίρνει τα βουνά και κλαίει τη συμφορά του.
Το έργο, γραμμένο στη κρητική διάλεκτο, αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφορούσε σε πολλές χειρόγραφες και έντυπες εκδόσεις, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
"Σ’ ενός βουνού κορφή , σ’ ενα χαράκι
ξανοίγω και θωρώ ένα γεροντάκι,
κι έβλεπε κάποια πρόβατα ο καημένος,
αδύναμος και μαυροφορεμένος…
…Δι’αυτήνη που ρωτάς,ήταν παιδί μου,
θάρρος μου του φτωχού,και απαντοχή μου…
…Τα νιάμερα της ήταν οψές,γυιέ μου
Την ώρα που ξεψύχα εμίλησέ μου"
(Iωάννα Μπισκιτζή, Λέκτορας κλασικής φιλολογίας)

Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο επίτευγμα της κρητικής λογοτεχνικής παραγωγής είναι το θέατρο. Εισηγητής του θεωρείται ο Γεώργιος Χορτάτσης, μια μεγάλη ποιητική φυσιογνωμία. Οι ρίζες του κρητικού θεάτρου βρίσκονται στην ιταλική τραγωδία της Αναγέννησης, αλλά και στην ιταλική «commedia erudita». Με τον όρο commedia erudita ή λόγια λατινική κωμωδία εννοείται η ερασιτεχνική, λόγια κωμωδία σε πέντε πράξεις, που ακολουθεί το κλασικό πρότυπο της πρότασης, της επίτασης και της καταστροφής ή λύσης. Ο αριθμός των χαρακτήρων και συνεπώς των ηθοποιών της commedia erudita είναι συνήθως μικρός, ενώ τα δρώμενα ακολουθούν μια συγκεκριμένη χωροχρονική ενότητα (μία ημέρα). Γι’ αυτό και όλα τα είδη του δράματος που παίζονταν τότε στην Ιταλία (τραγωδία, κωμωδία, ποιμενικό και θρησκευτικό δράμα) παρουσιάστηκαν και στην Κρήτη. Οι κυριότερες προϋποθέσεις που ευνόησαν την άνθιση της κρητικής λογοτεχνίας ήταν οι εξής: 
Το προϋπάρχον καλλιεργημένο ποιητικό έδαφος στην Κρήτη. 
Η δημιουργική αφομοίωση των ξένων επιρροών (Η Κρήτη διατηρούσε στενή επαφή με τη Δύση). 
Η εμφάνιση καινούριων στοιχείων, όπως είναι η εξιδανίκευση της γυναίκας, η προβολή του έρωτα στην κοινωνική ζωή, το ιπποτικό πνεύμα κ.α. 
Η ανώτερη παιδεία της Κρήτης. 
Κατά κανόνα, τα έργα της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας βασίζονται σε κάποιο δυτικό πρότυπο, το οποίο όμως ξεπερνούν σε ποιότητα, καθώς οι ποιητές εμπλουτίζουν τα έργα τους με ανθρωπιστικά στοιχεία, που υπάρχουν άφθονα στον ελληνικό πολιτισμό. `Αλλο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας της περιόδου αποτελεί η χρησιμοποίηση της κρητικής διαλέκτου της εποχής.

"Η τραγωδία Βασιλεύς ο Ροδολίνος είναι έργο του ρεθυμνιώτη Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλου. 
 
Το εξώφυλλο της έκδοσης το 1647
Αποτελείται από περίπου 3000 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στην Βενετία το 1647. Πρόκειται για διασκευή της τραγωδίας “ΙΙ Re Torrismondo” του Τουρκουάτου Τάσου. 
Ο βασιλιάς της Μέμφης Ροδολινος ζητάει σε γάμο την κόρη του βασιλιά της Περσίας Τρωσίλου. Αυτό το τελευταίο όμως ο Ροδολίνος δεν το αποκαλύπτει, γιατι αν το αποκάλυπτε,ο βασιλιάς της Καρχηδόνας δε θα έδινε την Αρετούσα. Πατερας και κόρη πιστεύουν οτι γαμπρός θα είναι ο Ροδολίνος και είναι πολύ ευχαριστημένοι. Κατά την επιστροφή στη Μέμφη ο Ροδολίνος αισθάνεται δυνατή αγάπη για την ανυποψίαστη Αρετουσα και βρίσκεται ανάμεσα στην αγάπη του αυτή και στη φιλία του με τον Τρωσίλο. Τελικά μέσα στις συγκρούσεις που δημιουργούνται όλοι οι ήρωες της τραγωδίας πεθαίνουν αυτοκτονώντας. 
Αν και ο Ροδολίνος θεωρείται η πιο αδύναμη δραματουργικά τραγωδία του Κρητικού Θεάτρου, έχει πολλές ποιητικές αρετές, καθώς η εκτενής χρήση του μονολόγου ευνοεί την παρουσία λυρισμού και ποιητικών εικόνων. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι βέβαια το κρητικό ιδίωμα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα.
”…Μελλούμενο σκληρότατο, γιάντ᾿ ἀποφασισμένα
μ᾿ ἔχεις, ὁ ἴδιος, σκοτωτὴς νά ῾μαι τοῦ ἴδιου ἐμένα;
Σ᾿ τόσους πολέμους ἤλαχα κ᾿ εἰς μάχες τόσες ἤμου,
καὶ χέρι ἀλλοῦ δὲν ἄφηκες νὰ βλάψει τὸ κορμί μου,
γιὰ νὰ μπορέσει ἀψήφιστα τὴ σημερνὴν ἡμέρα,
τέλος νὰ δώσει τσῆ ζωῆς ἡ ἐδική μου χέρα;”
( Iωάννα Μπισκιτζή, Λέκτορας κλασικής φιλολογίας)

Ο εξαιρετικός δραματικός ποιητής Γεώργιος Χορτάτσης έγραψε τουλάχιστον τρία αξιόλογα δράματα, την τραγωδία «Ερωφίλη», την κωμωδία «Κατζούρμπος» και το ποιμενικό δράμα «Γύπαρης» ή «Πανώρια». Το ποιμενικό αυτό δράμα είναι νεανικό έργο του Χορτάτση και έχει πολλές αρετές αλλά και ελαττώματα. 

Η Ερωφίλη γράφτηκε στο Ρέθυμνο γύρω στα 1600. 
Το εξώφυλλο της έκδοσης της Ερωφίλης το 1637
Είναι η πιο παλιά και πιο αξιόλογη από τις τρεις γνωστές τραγωδίες του κρητικού θεάτρου. Η Ερωφίλη έχει αφιέρωση στον δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη ή Μόρμορη, ο οποίος καταγόταν από τα Χανιά και ήκμασε στα τέλη του 16ου αιώνα. Αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος), πέντε πράξεις με ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις του έργου. Τα ιντερμέδια αφορούν το επεισόδιο του Rinaldo και της Armida, από το έργο του Torquato Tasso, «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (Gerusalemme Liberata, 1581). Το έργο έχει σαν πρότυπο το έργο Orbecche του ιταλού συγγραφέα G. Battista Giraldi (1549), ενώ μέρος της δεύτερης πράξης ο Χορτάτσης την δανείστηκε από την τραγωδία Il Re Torrismondo του Τ. Tasso (1587) που υπήρξε επίσης πηγή της κρητικής τραγωδίας, Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Πηγή των χορικών είναι η τραγωδία Phaedra του Σενέκα. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες επιδράσεις, ο Χορτάτσης δεν μιμήθηκε άκριτα τα ξένα πρότυπα, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο, με πλούσια γλώσσα, έντονη πλοκή και τέλεια στιχουργία.

Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος και η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κά­ποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να την πείσει να δεχθεί το γάμο. Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγ­χωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από την παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουν κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.

Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.
ΠΡΑΞΗ Γ' - ΣΚΗΝΗ Ε' ΧΟΡΟΣ στιχοι 1-21

Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρυσαφιού ακριβιά καταραμένη,
πόσα για σας κορμιά νεκρ' απομείνα,
πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,
πόσες συχνές μαλιές συναφορμά σας
γρικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!
Στον άδην ας βουλήσει τ' όνομά σας,
κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει
νου πλιον ανθρωπινόν η ατυχιά σας
γιατί αποκεί, ως θωρώ, σας έχει πέψει
κανείς στον κόσμον δαίμονας να 'ρθείτε,
τς ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.
Τη λύπηση μισάτε, και κρατείτε
μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,
κι ουδέ πρεπό, μηδ' όμορφο θεωρείτε,
Για σας οι ουρανοί 'ναι σφαλισμένοι,
κι εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι
να στέκουν οι άνθρωποι αναπαημένοι'
με τς αδερφούς τ' αδέρφια πολεμούσι,
κι οι φίλοι τσι φιλιές των απαρνούνται,
και τα παιδιά τον κύρην τους μισούσι


Ο Κατζούρμπος είναι το ωριμότερο έργο του Χορτάτση και συγχρόνως η καλύτερη από τις κρητικές κωμωδίες. Γράφτηκε από το Γεώργιο Χορτάτση στο τέλος του 16ου αι. και ακολουθεί τα πρότυπα της ιταλικής κωμωδίας των χρόνων της Αναγέννησης. Η υπόθεση της κωμωδίας είναι υποτυπώδης: Δυο νέοι, ο Νικολός και η Κασσάνδρα, αγαπιούνται, αλλά η Πουλισένα, ψυχομάνα της Κασσάνδρας, θέλει να την παντρέψει με τον πλούσιο γερο-Αρμένη, για να κερδίσει χρήματα. Τελικά αποκαλύπτεται ότι η Κασσάνδρα είναι η κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι. Έτσι η κωμωδία τελειώνει με το γάμο των δυο νέων. Η αξία της κωμωδίας δεν οφείλεται στην υπόθεση, αλλά στα κωμικά ευρήματα, στους κωμικούς τύπους και στις κωμικές καταστάσεις, καθώς και στη γρήγορη δράση, τη ρέουσα γλώσσα και τον καλλιεργημένο στίχο.

ΝΙΚΟΛΟΣ

Ποῦ ’σαι, Κασσάντρα μου ἀκριβή, ποῦ ‘σαι καὶ δὲν προβαίνεις
νὰ σβήσεις τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τσῆ πληγωμένης
τὴ λαύρα κι ὅλους τσὶ καημούς, μόνο μὲ τὴ θωριά σου,
κι ὁ νοῦς μου ὁ φοβιζάμενος, γροικώντας τ’ ὄνομά σου,
νὰ διώξει τὴν τρομάρα μου κι ἀπὸ ‘δεπὰ μὲ πλῆσο
δρόσος καὶ περιδιάβαση σπίτι μας νὰ γυρίσω;
πρόβαλε κορασίδα μου, πρόβαλε νὰ σὲ δοῦσι
τ’ ἀμμάτια μου τοῦ ταπεινοῦ, να παρηγορηθοῦσι˙
πρόβαλε, δῶσ’ τονε τὸ φῶς, σὰν ἤσου μαθημένη.
μὲ τὴ γλυκειά σου τὴ θωριά, ψυχή μου ἀγαπημένη.
ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ
πρόβαλε, ναῖσκε, πρόβαλε, μηδὲν ἀργεῖς, κερά μου,
τοῦτα τὰ λόγια τ’ ἄνοστα πῶς τὰ μισᾶ ἡ κοιλιά μου!
Κοιμᾶσται θέλει ἀληθινά, για κεῖνο δὲν προβαίνει˙
δὲν ἐκαλοξημέρωσε καὶ θές τη σηκωμένη
νὰ στέκει νὰ σὲ καρτερεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό σου,
σὰ νὰ μὴν εἶχε λογισμό παρά τὸν ἐδικό σου;
τούτη τὴν ὥρα κάθε εἷς γλυκότατα κοιμᾶται
κι ἀναπαημένος μηδεμιὰ δουλειὰ του σκιὰς θυμᾶται
κ’ ἐμεῖς ἐσηκωθήκαμε σύναυγα σὰ χαλκιάδες
κ’ ἐπὰ στὴ ρούγαν ἤρθαμε νὰ λέμε πελελάδες.
Σκιὰς κολατσιό ἄς εἴχαμε κάμει, μὰ τ’ ἄντερά μου
βουρβουρακιάζου καὶ πονοῦ, καὶ μάχεται ἡ κοιλιά μου.


Η Πανώρια είναι ποιμενικό δράμα (ο Στυλιανός Αλεξίου είχε χαρακτηρίσει το έργο ποιμενική κωμωδία) και αποδίδεται στον Γεώργιο Χορτάτση. Παλαιότερα οι μελετητές έδιναν στο έργο λανθασμένα τον τίτλο Γύπαρις, επειδή σωζόταν ανώνυμο στον βενετικό κώδικα Marcianus Graecus classe XI no 19 και στον Αθηναϊκό ελληνικό κώδικα 2978, ενώ το 1963 βρέθηκε πληρέστερος κώδικας (της συλλογής του Μάριου Δ. Δαπέργολα) που παραδίδει τον τίτλο Πανώρια και την αφιέρωση στον Βενετό άρχοντα Μάρκο Αντώνιο Βιάρο. Η Πανώρια είναι γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς στίχους και αποτελείται από πέντε πράξεις. Στα σωσμένα χειρόγραφα του έργου υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις στον αριθμό των προλόγων και των ιντερμεδίων. Το πρωτότυπο του έργου είναι πιθανόν το ποιμενικό δράμα La Calisto του Βενετού ποιητή Luigi Groto που τυπώθηκε το 1583. Ο Χορτάτσης δεν μιμήθηκε δουλικά το ιταλικό πρότυπό του, αλλά κατόρθωσε να δώσει το δικό του προσωπικό ύφος στο έργο. 
Η υπόθεση του έργου είναι η ακόλουθη: Το έργο διαδραματίζεται στην Κρήτη. Ήρωες είναι οι βοσκοί Γύπαρις και Αλέξης που είναι ερωτευμένοι με τις βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα. Όμως εκείνες απορρίπτουν τον έρωτά τους γιατί προτιμούν να ζουν ελεύθερες στα δάση του Ψηλορείτη. Οι δυο νέοι καταφεύγουν στη βοήθεια μιας Νεράιδας που τους συμβουλεύει να προσφέρουν θυσία στο βωμό της θεάς Αφροδίτης. Η θεά του Έρωτα ανταποκρίνεται στο αίτημά τους, στέλνει τον γιο της, τον Έρωτα και οι κοπέλες πληγώνονται από τα βέλη του. Το έργο τελειώνει με το γάμο των δύο ζευγαριών και το γαμήλιο γλέντι στον Ψηλορείτη.
ΠΑΝΩΡΙΑ Ἐγὼ δὲ θὲ νὰ παντρευτῶ καὶ βρὲ ἄλλη κορασίδα ἀπ’ ὄμορφες ἀρίφνητες ἁπού ‘ν’ ἐπὰ στὴν Ἴδα˙ καὶ κάμε τηνε ταίρι σου κ’ ἐμένα μὴν πειράζης, γιατὶ σ’ ἀμνόγω, Γύπαρη, πὼς ὄφκαιρα κοπιάζεις. Γιατί ‘πα σου πολλὲς φορὲς: «Νὰ παντρευτῶ δὲ θέλω» κ’ ἐσὺ σοῦ βάλθη νὰ γενῆ, ἄ θέλω κι ἄ δὲ θέλω.
ΓΥΠΑΡΗΣ
 Κόρη, μὴν εἶσαι ἔτσι ἄπονη˙ μὴ θὲς τὸ θάνατό μου, μὰ μὲ κιαμιὰ παρηγοριὰ λίγανε τὸν καημό μου. Τὴν πλερωμή τσ’ ἀγάπης μου τὴν πολυζητημένη μοῦ δῶσε καὶ τὴ δόλια μου καρδιὰ τὴ δοξεμένη γιάνε μὲ μιὰ γλυκειὰ θωριὰ καὶ μ’ ἕνα σπλαχνικό σου λόγο πριχοῦ νεκρὸς στὴ γῆ μιὰν ὥρα πεσ’ ὄμπρός σου. Κόρη, δὲν εἶναι τὸ πρεπὸ μιὰ ‘γάπη ‘μπιστεμένη μὲ θάνατο ἀπὸ λόγου σου νὰ βγῆ φκαριστημένη˙ μὰ μ’ ἄλλη μεγαλύτερη πρέπει κι ἐσὺ νὰ δώσης τέλος γοργό, νεράιδα μου, τσῆ παίδας μου τσῆ τόσης.
Πανώρια, πράξη β΄, στ. 331-346

Εκτός από τον «Κατζούρμπο», διασώθηκαν ακόμη δύο κρητικές κωμωδίες. Η μια έχει τον τίτλο «Φορτουνάτος» και ανήκει στο Μάρκο Αντώνιο Φόσκολο και η άλλη ονομάζεται «Στάθης» και είναι έργο αγνώστου ποιητή.

Ο Φορτουνάτος («τυχερός») αποτελεί ίσως την πιο «θεατρική» απ’ όλες τις κωμωδίες της κρητικής λογοτεχνικής παραγωγής, στα παραστατικά της μέσα, στους κωμικούς χαρακτήρες και στην καίρια αμεσότητά της. Γραμμένη στην κρητική ανατολική διάλεκτο της περιόδου, την εποχή που οι Τούρκοι πολιορκούν τον ενετικό Χάνδακα-Κάστρο, έφτασε σε μας στο χειρόγραφο του ίδιου του ποιητή της, χρονολογημένο στα 1655. Τόσο στον «Φορτουνάτο» όσο και στις άλλες δύο κρητικές κωμωδίες η πλοκή είναι παρεμφερής ή μάλλον ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό: υπάρχει ένα χαμένο παιδί, ο έρωτας δυο νέων, ηλικιωμένοι αντίζηλοι που βάζουν εμπόδια στην ευτυχία τους, προξενήτρες κά. 
Οι τύποι είναι δανεισμένοι απ’ την ιταλική κωμωδία και τα θέματα προέρχονται επίσης απ’ την ιταλική παραγωγή της εποχής κι έχουν μεταγραφεί στην εγχώρια πραγματικότητα. Παρά τις τόσες επιρροές τους απ’ την Ιταλία όμως, διατηρούν την αυθεντικότητα τους και γίνονται δημοφιλείς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας ακόμα και μετά την πτώση του Χάνδακα. 
Στον «Φορτουνάτο», ο πλούσιος έμπορος Γιαννούτσος αποφασίζει να παντρέψει τον θετό γιο του και ψάχνει την κατάλληλη νύφη. Ο νεαρός Φορτουνάτος όμως είναι κρυφά ερωτευμένος με την Πετρονέλα. Παράλληλα, ο γιατρός Λούρας στέλνει προξενιά στην χήρα Μηλιά ζητώντας της να παντρευτεί την κόρη της Πετρονέλα και προκαλεί εμπόδια στον έρωτα των δύο νέων. Κι ενώ η κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη, η αποκάλυψη του Λούρα ότι πριν από δεκαέξι χρόνια έχασε τον μοναχογιό του που πιθανότατα τον άρπαξαν κουρσάροι, αποτρέπει τον αταίριαστο γάμο, σμίγει πατέρα και γιο και χαρίζει απλόχερα ευτυχία σε όλους. 

Ο Στάθης είναι κωμωδία ανωνύμου συγγραφέα που χρονολογείται στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αι. και πιθανολογείται ότι είναι έργο του Χορτάτση. 
Σελίδα από το χειρόγραφο του Στάθη
Αποτελείται από 1240 ιαμβικούς ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένη στην κρητική διάλεκτο.Σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο αλλά με πολλές περικοπές που συχνά εμποδίζουν την κατανόηση του κειμένου. Όπως έχει αποκατασταθεί η υπόθεση του έργου από τους φιλολόγους, αποδεικνύεται ότι ο Στάθης ακολουθεί τα τυπικά μοτίβα των άλλων κωμωδιών, δηλαδή την ιστορία ερωτευμένων ζευγαριών που θέλουν να παντρευτούν αλλά ο γάμος τους εμποδίζεται εξαιτίας διαφόρων περίπλοκων περιστατικών. Στην κωμωδία πρωταγωνιστούν οι νέοι Χρύσιππος και Πάμφιλος, Φαίδρα και Λαμπρούσα και οι γονείς τους. Ο Χρύσιππος θέλει να παντρευτεί την Λαμπρούσα και ο Πάμφιλος είναι ερωτευμένος με την Φαίδρα, η οποία όμως αγαπά τον Χρύσιππο. Μετά από διάφορες παρεξηγήσεις και άλλα εμπόδια αποκαλύπτεται ότι ο Χρύσιππος είναι ο χαμένος γιός του Στάθη (πατέρα της Φαίδρας) και έτσι το έργο τελειώνει με την προετοιμασία των γάμων της Χρύσιππου με την Λαμπρούσα και της Φαίδρας με τον Πάμφιλο. Η πλοκή του Στάθη είναι πιο σύνθετη από των άλλων κωμωδιών, διαθέτει όμως και άφθονα λυρικά στοιχεία.

Το πιο άρτιο και, κατά πολλούς, καλύτερο έργο του κρητικού θεάτρου είναι Η Θυσία του Αβραάμ (1635). 
Το εξώφυλλο της έκδοσης το 1713
Είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και δημοφιλή έργα της Κρητικής λογοτεχνίας του 16ου αιώνα. Πρόκειται για ένα θρησκευτικό δράμα που αποτελείται από 1144 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και αποδίδεται στον ποιητή του Ερωτόκριτου Βιντσέντζο Κορνάρο. Ο πρώτος που υποστήριξε αυτήν την άποψη ήταν ο Στ. Ξανθουδίδης και η πρόταση έγινε δεκτή έκτοτε από τους φιλολόγους. Οι ερευνητές στηρίζονται σε υφολογικές και στιχουργικές ομοιότητες και στην παρουσία παράλληλων χωρίων στα δύο έργα. Πρόβλημα παραμένει ωστόσο η χρονολόγηση του έργου σε σχέση με τον Ερωτόκριτο: υποστηρίζονται και οι δύο απόψεις, ότι είναι δηλαδή προγενέστερο το δράμα, και μάλιστα νεανικό έργο, ή ότι είναι μεταγενέστερο. Αν εξετάσει κανείς τις γλωσσικές μαρτυρίες, συμπεραίνει ότι η Θυσία φαίνεται προγενέστερη του Ερωτόκριτου. Σίγουρο είναι ότι γράφτηκε μετά το 1586, έτος της πρώτης έκδοσης του ιταλικού προτύπου της. Άμεσο πρότυπο της Θυσίας είναι το έργο Lo Isach, του Luigi Grotto, που όπως προαναφέρθηκε, εκδόθηκε πρώτη φορά το 1586. Το πρώτο χειρόγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι αυτό που συμπεριλαμβάνεται στο Νανιανό κώδικα (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας), ο οποίος ανάγεται στις αρχές του 17ου αιώνα. Εκεί το έργο είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες. Όπως συμβαίνει και με τον Ερωτόκριτο, η Θυσία δεν είναι απλή μετάφραση ή δουλική μίμηση του πρωτότυπού της. Ο συγγραφέας έχει μείνει πιστός στην πλοκή του έργου του Grotto, έχει κάνει όμως σημαντικές αλλαγές στην δομή, που αποτελούν ταυτόχρονα μεγάλες καινοτομίες: κατάργησε τα χορικά, τις πράξεις και τις σκηνές και έδειξε ιδιαίτερη επιμονή στην ανάλυση των χαρακτήρων. Αυτή η δραματική και συγγραφική τόλμη είναι επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι πρόκειται για νεανικό έργο του ποιητή. 

Η υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης: ο Θεός προστάζει τον Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ. Ο πιστός Αβραάμ έπειτα από έντονη ψυχική δοκιμασία αποφασίζει να υπακούσει. Με μεγάλη προσπάθεια πείθει τη Σάρα να αποδεχθεί την εντολή και προετοιμάζει τον Ισαάκ για το ταξίδι με πρόσχημα ότι θα θυσιάσουν ένα αρνί. Όταν φτάνουν στο βουνό όπου θα γίνει η θυσία, ο Αβραάμ ανακοινώνει στον Ισαάκ τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού τους και ο Ισαάκ προσπαθεί να τον μεταπείσει, αλλά τελικά υποκύπτει. Τη στιγμή που ο Αβραάμ ετοιμάζεται να τελέσει τη θυσία, εμφανίζεται Άγγελος Κυρίου που λυτρώνει τον Ισαάκ και τον αντικαθιστά με ένα αρνί. Το έργο τελειώνει με την επιστροφή του Αβραάμ και του Ισαάκ και την προσευχή του Αβραάμ που υμνεί την παντοδυναμία του Θεού. 
Άγγελος: Ξύπν’ Αβραάμ,ξύπν’ Αβραάμ, γείρου κι απάνου στάσου
μαντάτο από τους ουρανούς σου φέρνου κι αφουγκράσου.
Ξύπνησε δούλε του Θεού,ίσε και μπιστεμένε
και να κοιμάσαι αμέριμνα εδά καιρός δεν είναι.
Ξύπνα και γρίκησ’ Αβραάμ εκείνο όπου θέλει
Αφέντης όπου προσκυνού και τρέμουν οι αγγέλοι.
Θυσία άξα και καλή τη σήμερον ημέρα
θέλει ο Θεός και πεθυμά εκ’ τη δική σου χέρα.
Δε θέλει μπλιό θυσίες αρνιώ και πράματα φθαρμένα,
μα μια θυσία πεθυμά μεγάλην από σένα
το τέκνο σου το μοναχό το κανακάρικό σου
εισέ θυσία το ζητά και θέλει ι’ ο Θεός σου
‘ς τόπον αρνιού, ‘ς τόπον ριφιού ορίζει ο Θεός και θέλει
να θυσιάσεις, Αβραάμ ,του Ισαάκ τα μέλη….
……………………………………………………..
Αβραάμ:Όφου τρομάρα με κρατεί,ζάλη μεγάλην έχω,
κοιμούμενος ή ξυπνητός  αν είμαι δεν κατέχω.
Ιντα μαντάτο μου ‘φερες,άγγελε απού το θρόνο
τ’αφέντη μου,κι ορίζεις με να κάμω το δε σώνω;
 
 Το αριστούργημα όμως του Κορνάρου είναι ο Ερωτόκριτος
Το μεγάλο επικολυρικό ποίημα που αποτελείται από 10052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, χωρίζεται σε πέντε μέρη και χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα. Σε αυτό το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα ο Κορνάρος διηγείται την ερωτική ιστορία των δύο βασικών ηρώων του έργου: του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, η εποχή όμως που περιγράφει αποτυπώνει καλύτερα το ιπποτικό πνεύμα της Δύσης. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής: 

Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος, ο γιος του Πεζόστρατου, πιστού συμβούλου του βασιλιά. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια με τον πιστό φίλο του Πολύδωρο και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο βασιλιάς Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο συμπλέκονται με τους στρατιώτες του βασιλιά και διαφεύγουν. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Φεύγοντας ο Ερωτόκριτος από το παλάτι δίνει στην μητέρα του τα κλειδιά του δωματίου του, ζητώντας της να μην επιτρέψει σε κανέναν να μπει μέσα. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα με τη βασίλισσα Αρτέμη τον επισκέπτονται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, για να δει τον άρρωστο πατέρα του, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα είχε μπει στο δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με τέσσερα μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. 
Β. Ο βασιλιάς οργανώνει στις 25 Απριλίου (ημέρα εορτασμού του Αγ. Μάρκου) κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα και γιοι βασιλιάδων από την Ελλάδα και απ’ όλο τον γνωστό τότε κόσμο. Ο Ερωτόκριτος αναδεικνύεται νικητής και παίρνει από τα χέρια της αγαπημένης του το στεφάνι της νίκης. 
Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να ζητήσει την Αρετούσα σε γάμο από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου, διώχνει τον Πεζόστρατο και αποφασίζει να εξορίσει τον Ερωτόκριτο. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη, έχοντας σαν μάρτυρά τους την πιστή νένα της Αρετούσας, Φροσύνη. 
Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Στις αρχές του τέταρτου χρόνου απ’ τη φυλάκιση της Αρετούσας, ο βασιλιάς των Βλάχων, Βραντίστρατος, εισβάλει στην Αθήνα και την πολιορκεί. Τότε εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος με μαυρισμένο το πρόσωπο από κάποιο μαγικό φίλτρο. Μάλιστα σε μια μάχη σκοτώνει τον ανιψιό του βασιλιά Βραντίστρατου, τον γενναίο Άριστο και μολονότι τραυματίζεται, χαρίζει τη νίκη στους Αθηναίους. 
Ε. Ο βασιλιάς Ηράκλης για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει το μισό βασίλειό του, όμως ο Ερωτόκριτος ζητά την κόρη του για σύζυγο. Η Αρετούσα αρνείται βέβαια να παντρευτεί έναν άγνωστο. Ο Ερωτόκριτος την επισκέπτεται στη φυλακή και την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της σε αυτόν. Τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο των δύο νέων, συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας. 

Το λογοτεχνικό πρότυπο του Ερωτόκριτου αποτέλεσε το πεζό γαλλικό μυθιστόρημα του 15ου αιώνα Paris et Vienne του Pierre de la Cypede, όπως διαπίστωσε το 1935 ο Ρουμάνος μελετητής N. Cartojan. (Βέβαια την ίδια διαπίστωση είχε κάνει και ο Ηπειρώτης λόγιος Χριστόφορος Φιλητάς). Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από μια πεζή ιταλική διασκευή του, η οποία είχε τυπωθεί 33 τουλάχιστον φορές ανάμεσα στα έτη 1482 – 1655, κυρίως στη Βενετία. Ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε δουλικά το λογοτεχνικό του πρότυπο, αλλά έκανε μια δημιουργική διασκευή, με περισσότερες αρετές σε σχέση με το γαλλικό έργο και τις άλλες διασκευές του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στυλιανός Αλεξίου (στις σελίδες ξη'-ξθ' της κριτικής έκδοσης του Ερωτόκριτου): «Ο Κορνάρος με αλάθητη κρίση οργάνωσε σε νέες βάσεις τη χαώδη οικονομία του ξένου έργου, απέφυγε τις επαναλήψεις (το δεύτερο κονταροχτύπημα, τη δεύτερη επίσκεψη του Βουργουνδού, τα αλλεπάλληλα όνειρα), την άσκοπη φυγή και επιστροφή της Vienne, την περιπετειώδη μεταφορά της δράσης στην Ανατολή, τη σταυροφορία, το αντιαισθητικό εύρημα του βρώμικου κοτόπουλου (που κι αυτό επαναλαμβάνεται) και τόσα άλλα. Επίσης περιόρισε τον αριθμό των προσώπων και το ρόλο του φίλου του ήρωα, και παρέλειψε την απλοϊκή κατάληξη, όπου πεθαίνουν όλοι οι γεροντότεροι για να τακτοποιηθούν οι πρωταγωνιστές. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από πολλές απόψεις το «πρότυπο» ήταν για τον Κορνάρο «παράδειγμα προς αποφυγή». Με τον Ερωτόκριτο περνούμε από τη μεσαιωνική παράταξη και συσσώρευση της ύλης, στην αναγεννησιακή οργάνωση και σύνθεση.» 

Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας

Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει. Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙ μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα. Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου, δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου. Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο, κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη, ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙ τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι.
Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600. 
 
Η τελειότητα του στίχου, ο γλωσσικός πλούτος του έργου, η διαύγεια στην έκφραση και η πλαστικότητα του κειμένου είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Επίσης η αρτιότητα στη δομή και η αρχιτεκτονική του ενότητα, οι ψυχολογημένοι χαρακτήρες των ηρώων του, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ερωτόκριτος τοποθετείται στην κορυφή της ποιητικής παραγωγής της κρητικής λογοτεχνίας. Για τις παραπάνω αρετές του το έργο αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί (λυράρηδες και βιολάτορες της Κρήτης) ήξεραν απέξω - από προφορική παράδοση - μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις. Η επιγραμματικότητα πολλών διστίχων του συντέλεσε στο να καθιερωθούν στη συλλογική μνήμη ως λαϊκές παροιμίες. Επίσης οι πολλές εκδόσεις του έργου, οι διασκευές και οι μεταφράσεις του σε ξένες γλώσσες (ρουμάνικα, τούρκικα, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά) αποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη της δημοτικότητας του έργου. Σημαντική υπήρξε η επίδραση του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη. Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αιώνα το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξ αιτίας της ιδιωματικής γλώσσας. Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Από τις πιο επιτυχημένες θεατρικές αποδόσεις του θεωρείται αυτή του 1977, από το Αμφι - Θέατρο του Σ. Ευαγγελάτου. 

Το κείμενο του Ερωτόκριτου περιέχεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το οποίο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. (British Museum, Harleian Collection, αριθμ. 5644). Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στην Κεφαλλονιά το 1710 και αγοράστηκε το 1725 από τον λόρδο Eduard Harley στην Κέρκυρα. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στο βενετικό τυπογραφείο του Αντωνίου Βόρτολι. Το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο της έκδοσης εκείνης βρίσκεται σήμερα στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη Αθηνών. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις του έργου από το ίδιο ή άλλα βενετικά τυπογραφεία. 

Η λογοτεχνική παραγωγή στην Κρήτη διακόπτεται το 1669 με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους. `Ετσι, ύστερα από τη λαμπρή άνθιση στην Κρήτη, μετά το 1669 βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ποιητικής παρακμής. Η πνευματική δημιουργία μεταφέρεται στα Επτάνησα με την ίδρυση της Επτανησιακής Σχολής στις αρχές του 19ου αιώνα.

Πηγές: 
www.anogi.gr
el.wikipedia.org
www.hellenica.de
 www.odyssey.com.cy
blogs.sch.gr/stratilio/archives/1490
e-alexandria.gr

Πρώτη δημοσίευση:lexifilia